Παρά την πρόοδο που παρατηρείται χρειάζονται ακόμη περισσότερες ενέργειες για να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην περιοχή της Ευρώπης, σύμφωνα με την 7η πανευρωπαϊκή περιβαλλοντική αξιολόγηση, που παρουσιάστηκε την Τετάρτη σε Ευρωπαίους Υπουργούς στη Λευκωσία στο πλαίσιο της 9ης Υπουργικής Συνόδου για το Περιβάλλον στην Ευρώπη.
Συγκεκριμένα, η τελευταία κοινή έκθεση της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (UNECE) και του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον (UNEP), αναφέρεται σε πρόοδο στην ποιότητα του αέρα και τις προστατευόμενες περιοχές, αλλά καλεί σε επείγουσα δράση για την αντιμετώπιση των εκπομπών αερίων, των αποβλήτων, της ρύπανσης και της απώλειας βιοποικιλότητας.
Η έκθεση ζητά μεγαλύτερη δράση για την αντιμετώπιση «της τριπλής πλανητικής κρίσης» που επηρεάζει το κλίμα, τη φύση και τη ρύπανση, οι επιπτώσεις της οποίας επηρεάζουν περισσότερο από ποτέ τις ζωές και την ευημερία των ανθρώπων στην πανευρωπαϊκή περιοχή, αναφέρει.
Όσον αφορά την ατμοσφαιρική ρύπανση, αναφέρεται ότι έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος τα τελευταία χρόνια μέσω της εφαρμογής πολιτικών αλλά απαιτούνται μεγαλύτερες προσπάθειες για την αντιμετώπιση της, καθώς «παραμένει ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την υγεία στην περιοχή».
Αναφέρει ακόμη ότι ενώ όλες οι χώρες της πανευρωπαϊκής περιοχής έχουν δεσμευτεί να μειώσουν τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, οι καθαρές εκπομπές εξακολουθούν να αυξάνονται. «Οι μειώσεις, που επιτεύχθηκαν κυρίως στο δυτικό τμήμα της Ευρώπης (2014–2019), αντισταθμίζονται από την αύξηση των εκπομπών στην υπόλοιπη περιοχή», λέει η έκθεση. Προσθέτει ότι η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αυξήθηκε σε 29 χώρες το 2013-2017, αλλά η περιοχή εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα ορυκτά καύσιμα – που αντιπροσωπεύουν περίπου το 78% της συνολικής τελικής κατανάλωσης ενέργειας. Ως εκ τούτου, λέει, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να καταργήσουν ή να κάνουν μεταρρυθμίσεις για «επιβλαβείς» επιδοτήσεις και κίνητρα, καθώς όπως αναφέρεται, όλες οι χώρες της περιοχής συνεχίζουν να εφαρμόζουν επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων, και να αναπτύξουν αποτελεσματικά κίνητρα για την εμβάθυνση της απαλλαγής από τον άνθρακα, μετατοπίζοντας την προώθηση των επενδύσεων προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Αναφέρεται ακόμη ότι η συνεργασία παραμένει το κλειδί για την αντιμετώπιση των υδάτινων προκλήσεων καθώς η ρύπανση και οι απορρίψεις αστικών και βιομηχανικών λυμάτων παραμένουν σημαντικές και οι επίμονοι οργανικοί ρύποι αποτελούν ανησυχία για τη δημόσια υγεία. Οι λεκάνες απορροής ποταμών, προστίθεται, οι λίμνες και οι υδροφόροι ορίζοντες υπόκεινται σε πολλαπλές πιέσεις και η κλιματική αλλαγή δημιουργεί πρόσθετες προκλήσεις για την ποσότητα και την ποιότητα του γλυκού νερού, όπως πλημμύρες, ξηρασίες, υδατογενείς ασθένειες και αλλαγές βιοποικιλότητας στα υδάτινα οικοσυστήματα.
Η έκθεση προτείνει, όπως, μαζί με ενισχυμένα μέτρα για την εξοικονόμηση νερού, τη βελτίωση της αποδοτικότητας της χρήσης του και την αξιοποίηση φυσικών λύσεων για λεκάνες κατακράτησης νερού, θα πρέπει να εξερευνηθεί η δυνατότητα των μη συμβατικών πηγών νερού όπως το ανακυκλωμένο νερό.
Ενώ οι θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές έχουν αυξηθεί σε έκταση κατά 66% και οι χερσαίες κατά 22% τα τελευταία πέντε χρόνια, η συνολική απώλεια βιοποικιλότητας συνεχίζεται, λέει ακόμη η έκθεση. Καλεί τις Κυβερνήσεις να καταργήσουν ή να κάνουν μεταρρυθμίσεις όσον αφορά επιδοτήσεις και κίνητρα για προϊόντα και δραστηριότητες που οδηγούν σε απώλεια βιοποικιλότητας και να αναπτύξουν κίνητρα για την ενσωμάτωση της διατήρησης της βιοποικιλότητας σε όλους τους τομείς και τις πολιτικές.
Υπάρχει αναφορά και στη σημασία της κυκλικής οικονομίας, καθώς, όπως λέει, ακόμη και όπου υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για μια κυκλική οικονομία, όπως στην Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, «η ποσότητα των παραγόμενων αποβλήτων συνεχίζει να αυξάνεται».
Τον τελευταίο μισό αιώνα, προστίθεται, η εξόρυξη ορυκτών έχει τριπλασιαστεί παγκοσμίως, με την εξόρυξη και επεξεργασία των φυσικών πόρων που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 90% της απώλειας βιοποικιλότητας και του υδατικού στρες και περίπου το 50% των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Τα δε ποσοστά ανακύκλωσης διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών και είναι ιδιαίτερα χαμηλά στην Ανατολική Ευρώπη και Κεντρική Ασία, λέει η έκθεση, προσθέτοντας ότι ποσοστά ανακύκλωσης αστικών απορριμμάτων άνω του 45% υπάρχουν μόνο σε λίγες χώρες της ΕΕ και την Ελβετία. Η συλλογή και η ανακύκλωση ηλεκτρονικών απορριμμάτων είναι εξαιρετικά ανεπαρκείς σε όλες τις υποπεριοχές, αναφέρεται.
Ως απάντηση, παροτρύνονται οι Κυβερνήσεις να εντείνουν την πρόληψη των αποβλήτων στην παραγωγή, κατανάλωση, επισκευή, ανακαίνιση και ανακατασκευή, μεταξύ άλλων, μέσω χρηματοοικονομικών κινήτρων όπως φορολογικές ελαφρύνσεις. Μια πανευρωπαϊκή εταιρική συνεργασία διαχείρισης ηλεκτρονικών αποβλήτων θα επέτρεπε ανάκτηση πολύτιμων πόρων, προστίθεται.
Αναφέρει ακόμη ότι οι Κυβερνήσεις θα πρέπει να ευνοήσουν την ανάπτυξη πράσινων οικονομικών και να εξετάσουν τις δαπάνες για την προστασία του περιβάλλοντος στο ευρύτερο πλαίσιο των περιβαλλοντικών και δημόσιων οικονομικών, ενώ η αειφορία θα πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο της ανάπτυξης υποδομών.
H Εκτελεστική Διευθύντρια του UNEP, Ίνγκερ Άντερσεν, είπε ότι η επιστήμη είναι αδιαμφισβήτητη και ότι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός είναι να εξασφαλίσουμε ένα καθαρό και πράσινο μέλλον.
«Ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε και πρέπει να δράσουμε μαζί. Καθώς οι πολίτες αισθάνονται την πίεση και αντιμετωπίζουν υψηλότερους λογαριασμούς ενέργειας από ποτέ, καθώς βλέπουν τις θερμοκρασίες ρεκόρ και τις δεξαμενές νερού τους να συρρικνώνονται και η ήπειρος βρίσκεται αντιμέτωπη με άλλες βαθιές προκλήσεις, οι χώρες πρέπει να δείξουν ότι υπάρχει ένα σχέδιο», είπε.
Πρόσθεσε ότι αυτή η αξιολόγηση μπορεί να είναι ένας οδηγός για τη μείωση των εκπομπών, ένα πιο υγιεινό περιβάλλον για τους ανθρώπους και τη φύση, και καλύτερη διαχείριση των απορριμμάτων και καθαρότερο αέρα.