Η Ολομέλεια της Βουλής έκανε ομόφωνα μερικώς αποδεχτή, ύστερα από τροποποίηση που επέφερε η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Νομικών, την αναπομπή νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για τερματισμό της δυνατότητας να εκδικάζεται ποινική υπόθεση από επαρχιακό δικαστήριο οποιασδήποτε επαρχίας.
Η συγκεκριμένη δυνατότητα υπήρχε με βάση προσωρινή ρύθμιση που θεσπίστηκε μετά το 1974 και επέτρεπε την εκδίκαση ποινικής υπόθεσης από επαρχιακό δικαστήριο οποιασδήποτε επαρχίας ανεξάρτητα από τον περί Δικαστηρίων Νόμο, ο οποίος καθορίζει την κατά τόπο αρμοδιότητα των επαρχιακών δικαστηρίων ανάλογα με την επαρχία στην οποία διαπράχθηκε το αδίκημα.
Δεύτερη τροποποίηση που ψηφίστηκε προνοούσε ώστε ποινικές υποθέσεις που καταχωρίστηκαν σε αναρμόδιο κατά τόπον δικαστήριο να δύνανται να παραπεμφθούν, υπό προϋποθέσεις, σε κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο, νοουμένου ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει απαντήσει στην κατηγορία.
Η Επιτροπή Νομικών τροποποίησε τον αναπεμφθέντα νόμο με βάση τους λόγους αναπομπής και ύστερα από εισήγηση της Νομικής Υπηρεσίας, με τη διαγραφή του διαζευκτικού συνδέσμου, ώστε οι ποινικές υποθέσεις οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του αναπεμφθέντος νόμου εκκρεμούν ενώπιον επαρχιακού δικαστηρίου και των οποίων η εκδίκαση δεν έχει αρχίσει και ο κατηγορούμενος δεν έχει απαντήσει στην κατηγορία να εκδικάζονται υπό του αρμοδίου κατά τόπον επαρχιακού δικαστηρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του περί Δικαστηρίων Νόμου.
Ο μεμονωμένος σοσιαλιστής Βουλευτής Κωστής Ευσταθίου, ο οποίος είχε προτείνει τον συγκεκριμένο νόμο, ανέφερε ότι ο νόμος που ψηφίστηκε καταργεί τον προσωρινό νόμο και επαναφέρει τη ρύθμιση ποινικής δικονομίας για το δικαστήριο στον τόπο τέλεσης του αδικήματος. Ανέφερε ακόμα ότι δεν αποδέχεται ότι η επαναφορά του φυσικού δικαστή είναι αντισυνταγματική, αφού σε καμιά ευνοούμενη χώρες δεν μπορεί να γίνει αποδεχτό ο κατήγορος να καταχωρεί όπου θέλει την υπόθεση και όχι να ορίζεται από τον νόμο. Για αυτό όπως είπε, επαναφέρεται ο νόμος, ευελπιστώντας σε καλύτερη απόδοση της δικαιοσύνης.