Οι ξένοι επενδυτές κάνουν ένα βήμα πίσω από την αγορά ακινήτων της Γερμανίας, μια αγορά που βρίσκεται στη χειρότερη κρίση της τελευταίας γενιάς.
Οι ξένοι αγοραστές αντιπροσώπευαν το 35% των αγορών εμπορικών ακινήτων το πρώτο τρίμηνο, σύμφωνα με στοιχεία της BNP Paribas Real Estate. Πρόκειται για το μικρότερο ποσοστό από το 2013 και μετά ενώ η πτώση του όγκου των πωλήσεων φτάνει το 70% σε σχέση με τα επίπεδα πριν από την πανδημία του 2020-2021, σημειώνει το Reuters.
Τα ζοφερά αυτά στοιχεία συμπίπτουν με τη γενικότερη συζήτηση σχετικά με το αν η Γερμανία είναι και πάλι “ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης”, ένας χαρακτηρισμός που της δόθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, μια εποχή που αντιμετώπιζε οικονομική στασιμότητα και υψηλή ανεργία. Η Γερμανία εργάστηκε σκληρά για να αποτινάξει αυτόν τον χαρακτηρισμό, όμως τελευταία έχει κάνει την επανεμφάνισή του, καθώς η Γερμανία συνεχίζει την απεξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια και βλέπει τους ακροδεξιούς πολιτικούς να κερδίζουν στις δημοσκοπήσεις.
Τα «απόνερα» της αύξησης επιτοκίων
Για χρόνια, τα χαμηλά επιτόκια, η φθηνή ενέργεια και η ισχυρή οικονομία συντηρούσαν μια εκρηκτική άνοδο σε ολόκληρο τον γερμανικό κτηματομεσιτικό τομέα, ο οποίος σε γενικές γραμμές συνεισφέρει 730 δισ. ευρώ ετησίως στην οικονομία της χώρας, ή περίπου το ένα πέμπτο της παραγωγής της Γερμανίας.
Αυτή η άνθηση έληξε όταν ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός ανάγκασε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αυξήσει γρήγορα το κόστος δανεισμού. Η χρηματοδότηση για ακίνητα στέρεψε, οι συμφωνίες έπεσαν στο κενό, τα έργα σταμάτησαν, μεγάλοι κατασκευαστές χρεοκόπησαν και ορισμένες τράπεζες παραπαίουν. Ο κλάδος κάλεσε το Βερολίνο να παρέμβει.
Οι τιμές των εμπορικών ακινήτων έπεσαν κατά 9,6% τους πρώτους τρεις μήνες του 2024 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος και μετά από μια πτώση 10,2% για το 2023, όπως αναφέρει η τραπεζική ένωση VDP, η οποία προβλέπει περισσότερα προβλήματα.
“Η Γερμανία ήταν φάρος σταθερότητας στην Ευρώπη και οι υποψήφιοι αγοραστές συνέρρεαν για να αγοράσουν ακίνητα εδώ”, δήλωσε ο Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής οικονομολόγος της ολλανδικής τράπεζας ING στη Γερμανία, ενός από τους μεγαλύτερους ενυπόθηκους δανειστές της χώρας. “Τώρα, η οικονομική μηχανή παραπαίει και χρειάζεται συντήρηση. Δεν είναι πλέον το νέο πράγμα που θέλουν οι επενδυτές”.
Ερωτηματικά για το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας
Οι ξένοι επενδυτές αντιπροσώπευαν το 37% του όγκου των συναλλαγών σε γερμανικά εμπορικά ακίνητα το 2023, τη χαμηλότερη μέτρηση της τελευταίας δεκαετίας, σύμφωνα με την BNP Paribas. Το ποσοστό αυτό υποχώρησε περαιτέρω στο 35% το πρώτο τρίμηνο. Υπήρχαν χρόνια που οι ξένοι αντιπροσώπευαν το ήμισυ του συνόλου των συναλλαγών για εμπορικά ακίνητα, τα οποία αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς ακινήτων της Γερμανίας και επισκίαζαν τις πωλήσεις κατοικιών.
Ενώ τα υψηλά επιτόκια έχουν επιβαρύνει τις αγορές ακινήτων παγκοσμίως, το συμπέρασμα από την ετήσια συνάντηση της παγκόσμιας ελίτ του κλάδου στις Κάννες της Γαλλίας τον Μάρτιο ήταν ότι η Γερμανία επλήγη ιδιαίτερα σκληρά.
Το υψηλό ενεργειακό κόστος, η αδύναμη παγκόσμια ζήτηση, η στροφή προς τις οικονομίες με μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από την Κίνα εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας. Ορισμένα στελέχη λένε ότι η ιστορικά ισχυρή βιομηχανική βάση της χώρας είναι κοντά στο να καταρρεύσει. Το Γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων μείωσε την περασμένη εβδομάδα τις προβλέψεις του, προβλέποντας ότι η οικονομία μόλις και μετά βίας θα αναπτυχθεί φέτος, ενώ ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς έκανε λόγο για “πρωτοφανείς προκλήσεις”.
Ένα άλλο εμπόδιο είναι ότι οι Γερμανοί ιδιοκτήτες προσπαθούν συνήθως να ξεπεράσουν την ύφεση χωρίς να μειώνουν τις τιμές των ακινήτων, αποτρέποντας τους δυνητικούς αγοραστές και καθυστερώντας την αύξηση των συναλλαγών που απαιτείται για την αναζωογόνηση της αγοράς.
Πηγή: OT