Παρά την ουκρανική κρίση, ο στόχος όπως η Κύπρος προσελκύσει φέτος περισσότερους τουρίστες από το 2021 είναι εφικτός, τόνισε με δηλώσεις του στο ΚΥΠΕ ο Υφυπουργός Τουρισμού Σάββας Περδίος.
Μιλώντας στο ΚΥΠΕ, ο κ. Περδίος εκτίμησε πως η απώλεια των τουριστικών αφίξεων από Ρωσία και Ουκρανία, που υπολογίζονταν πέριξ των 800.000 τουριστών, θα αντισταθμιστεί από το αυξημένο ενδιαφέρον από το Ηνωμένο Βασίλειο, το Ισραήλ αλλά και άλλους προορισμούς με τους οποίους υπάρχει αυξημένη συνδεσιμότητα.
Ο κ. Περδίος ανασκόπησε την κατάσταση σε σημερινή σύσκεψη με τους φορείς τους τουρισμού, υπό το φως της ανατροπής που επέφερε στους σχεδιασμούς η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι συνεπακόλουθες οικονομικές κυρώσεις, της Δύσης, το κλείσιμο του εναέριου χώρου της ΕΕ προς τη Ρωσία, αλλά και η μεγάλη διολίσθηση του ρουβλιού.
«Η χρονιά θα είναι δύσκολη χωρίς όμως να είναι μαύρη», υπογράμμισε.
Όπως είπε, οι τουριστικές αφίξεις από την Ουκρανία και τη Ρωσία σωρευτικά έφεραν περίπου 600.000 αφίξεις πέρσι (από το σύνολο των 1,94 εκατ.), ενώ φέτος σε συνέχεια των διαβουλεύσεων του Υφυπουργείου αναμέναμε ότι θα είχαμε γύρω στις 800.000 σε τουριστικές αφίξεις και από τις δύο αγορές, αφίξεις που θεωρείται ότι σε μεγάλο βαθμό έχουν χαθεί.
«Η κατάσταση που προέκυψε μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι μια σημαντική απώλεια» είπε, προσθέτοντας πως η απώλεια αυτή θα επηρεάσει ιδιαίτερα την ελεύθερη περιοχή Αμμοχώστου.
Όπως εξήγησε ο κ. Περδίος, ακόμη και αν αποκατασταθούν οι πτήσεις υπάρχει σοβαρή διολίσθηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ρουβλιού που καθιστούν δύσκολα τα ταξίδια για διακοπές.
«Συνεπώς, εμείς βλέπουμε ότι υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να μην έχουμε τις αφίξεις αυτές ή να έχουμε ένα αριθμό κατά πολύ μικρότερο», είπε, επισημαίνοντας δε πως όσες κινήσεις και να γίνονταν δεν μπορείς από τη μία μέρα στην άλλη να αντικαταστήσεις εξ ολοκλήρου μια τέτοια αγορά όπως της Ρωσίας και Ουκρανίας.
Σε σχέση με το αντιστάθμισμα των τουριστικών αφίξεων από Ρωσία και Ουκρανία, ο κ. Περδίος είπε πως πιστεύουμε πως ένα ποσοστό των απωλειών θα μπορέσει να καλυφθεί από την βρετανική αγορά, διότι το ενδιαφέρον από την Βρετανία παραμένει πάρα πολύ υψηλό, ενώ την ίδια ώρα ενισχύονται ακόμη περισσότερο οι προσπάθειες όλων των φορέων του τουρισμού προς αγορές για τις οποίες τα τελευταία χρόνια έγιναν ιδιαίτερες προσπάθειες για ενίσχυσή τους.
Πρόκειται για το Ισραήλ, τη Γερμανία, Πολωνία, Αυστρία, Ελβετία, Ιταλία, Γαλλία, Σουηδία και Ουγγαρία. Η κατάταξη των χωρών γίνεται βάσει του αριθμού εβδομαδιαίων πτήσεων.
«Όλες αυτές οι αγορές θα έχουν μεταξύ 20 και 40 πτήσεις τη εβδομάδα λόγω των δράσεών μας τη δεδομένη στιγμή αλλά και της δουλειάς που προηγήθηκε από όλους μας τα τελευταία χρονιά», πρόσθεσε ο Υφυπουργός Τουρισμού, επισημαίνοντας ότι ο αναμενόμενος αριθμός πτήσεων που θα είχαμε από τη Ρωσία φέτος θα ήταν μεταξύ 100 και 120 πτήσεων την εβδομάδα.
Επιπλέον, το Υφυπουργείο, πρόσθεσε, θα προσπαθήσει με όλα τα μέσα να ενισχύσει αυτές τις αγορές ακόμη περισσότερο, είτε αυτό αφορά ψηφιακή διαφήμιση, είτε έκτακτες συνεργασίες με οργανωτές ταξιδίων, ή έκτακτες συνεργασίες με αεροπορικές εταιρείες. «Ό,τι μέσο υπάρχει στη διάθεσή μας για να κάνουμε κάτι περισσότερο στις αγορές αυτές θα προσπαθήσουμε να το αξιοποιήσουμε», συμπλήρωσε.
Όσον αφορά τους στόχους για την φετινή χρονιά, ο κ. Περδίος υπενθύμισε πως πρώτιστος στόχος φέτος στον απόηχο της ανάκαμψης του τουρισμού από τη πανδημία του κορωνοϊού ήταν να πάμε καλύτερα από το 2021.
«Συνεχίζουμε να θεωρούμε ότι ο στόχος αυτός παραμένει εφικτός», τόνισε.
Σε ερώτηση αν αυτό είναι υλοποιήσιμο δεδομένης της κατάστασης, ο κ. Περδίος εξήγησε πέρσι η αγορά του Ισραήλ ανοιγόκλεινε συνεχώς βάσει των επιδημιολογικών δεδομένων, οι περιορισμοί στο ταξίδι έχουν υποχωρήσει, ενώ το σημαντικότερο η βρετανική αγορά, η οποία δεν είχε ανοίξει πριν τον Αύγουστο, φέτος θα είναι ανοικτή από την αρχή της καλοκαιρινής σεζόν.
«Συνεπώς συνδυάζοντας την ενίσχυση από τη Βρετανία και τις άλλες χώρες, ότι πολύς κόσμος θα ταξιδέψει, συνεχίζουμε να θεωρούμε εφικτό τον στόχο για καλύτερες επιδόσεις από πέρσι», είπε, για να προσθέσει πως θα επιθυμούσαμε να πηγαίναμε ακόμη καλύτερα όσο καλύτερα γινόταν, έτσι ώστε οι τουριστικές επιχειρήσεις να καλύψουν τις «απίστευτες ζημιές που είχαν τα τελευταία δύο χρόνια.