Η μεγάλη ψαλίδα δανειστικών-καταθετικών επιτοκίων, η μεγάλη συγκέντρωση του τραπεζικού τομέα στην Κύπρο, οι Μη Εξυπηρετούμενες Χορηγήσεις και η ανάγκη πράσινης και ψηφιακής μετάβασης ήταν ανέμεσα στις προκλήσεις του τραπεζικού τομέα στις οποίες αναφέρθηκαν ειδικοί στο 4ο τραπεζικό συνέδριο που διοργάνωσε την Τρίτη η FMW στη Λευκωσία με τίτλο «Τραπεζικό Σύστημα: νέες προκλήσεις και ευκαιρίες».
Εκ μέρους της διοργανώτριας εταιρείας, ο Διευθύνων Σύμβουλος της FMW, Ιωσήφ Ιωσήφ, αναφέροντας ότι το τραπεζικό σύστημα άλλαξε άρδην τα τελευταία χρόνια, σημείωσε ότι υπάρχουν ακόμα αρκετά ανοιχτά μέτωπα. Διερωτήθηκε αν οι τράπεζες, ως κύριος μοχλός ανάπτυξης της οικονομίας, θα είναι σε θέση να στηρίξουν την ανάπτυξη, δεδομένης της αυστηρής δανειοδοτικής τους πολιτικής που επηρεάζει τη ρευστότητα στην αγορά.
Αύξηση συγκέντρωσης τραπεζικού τομέα, αύξηση της κερδοφορίας τραπεζών
Ο καθηγητής χρηματοοικονομικών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Ανδρέας Μιλιδώνης, σημείωσε ότι οι κυπριακές τράπεζες λειτουργούν σε περιβάλλον με το χαμηλότερο επίπεδο εμπιστοσύνης στην Ευρώπη, με την τρίτη χαμηλότερη βαθμολογία Διαφάνειας στην Ευρώπη και με τον λιγότερο ανταγωνισμό, καθώς έχουν «αφαιρεθεί» τέσσερις μεγάλες τράπεζες την τελευταία δεκαετία: Λαϊκή, FBME, Συνεργατισμός και RCB.
Συγκρίνοντας το ύψος δανειστικών και καταθετικών επιτοκίων της Κύπρου με χώρες παρόμοιου μεγέθους και συνθηκών της Ευρώπης, ο κ. Μιλιδώνης σημείωσε ότι η Κύπρος έχει μεγαλύτερη ευκαμψία στις αυξήσεις δανειστικών επιτοκίων και μεγαλύτερη δυσκαμψία στις αυξήσεις καταθετικών, με αποτέλεσμα τα καταθετικά επιτόκια στην Κύπρο να είναι από τα χαμηλότερα στην ευρωζώνη, ενώ τα δανειστικά από τα ψηλότερα στην Ευρώπη.
Διερευνώντας πιθανές εξηγήσεις για τη μεγάλη απόκλιση καταθετικών-δανειστικών επιτοκίων, ο κ. Μιλιδώνης είπε ότι η Κύπρος έχει τη 2η ψηλότερη ρευστότητα στην Ευρώπη, μετά τη Μάλτα, ωστόσο στη Μάλτα δεν υπάρχει αντίστοιχη διαφορά καταθετικών-δανειστικών επιτοκίων. Όσον αφορά τον χαμηλό δείκτη δανείων προς καταθέσεις σημείωσε ότι Ελλάδα και Μάλτα, βρίσκονται πολύ κοντά στον δείκτη της Κύπρου χωρίς να έχουν αυτή τη διαφορά μεταξύ καταθετικών και στεγαστικών επιτοκίων.
Όσον αφορά τη συγκέντρωση της αγοράς, σημείωσε ότι η Κύπρος έχει τη 2η πιο συγκεντρωμένη αγορά στην Ευρώπη, μετά την Ελλάδα και με τις δύο πράξεις που φαίνεται να είναι σε εξέλιξη αναμένεται το ποσοστό συγκέντρωσης να αυξηθεί περαιτέρω, ξεπερνώντας και την Ελλάδα.
Σημείωσε ότι ο Αντιπρόεδρος του οίκου αξιολόγησης Moody’s Χρίστος Θεοφίλου είχε αναφέρει ότι οι κυπριακές τράπεζες διεύρυναν περισσότερο τα κέρδη τους από τις αυξήσεις επιτοκίων σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Τέλος, ανέφερε ότι είναι λογική η αύξηση τελών στον τραπεζικό τομέα για ενθάρρυνση της ψηφιοποίησης. Όμως, είπε ότι υπάρχουν χρεώσεις σε βασικούς λογαριασμούς και κάρτες, ετήσια τέλη συντήρησης λογαριασμών και άλλες χρεώσεις που δεν συνδέονται με την ενθάρρυνση της ψηφιοποίησης, αλλά προσφέρουν επιπλέον κέρδος στις τράπεζες.
Σημείωσε, τέλος, τη σημασία του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού μέσω της χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης.
Λανθασμένη η επιβολή φορολογίας στα τραπεζικά κέρδη
Από την πλευρά του, ο Ονησίφορος Ιορδάνους, Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο είπε ότι στόχος πρέπει να είναι η αναβάθμιση του αξιόχρεου της κυπριακής οικονομίας στην κατηγορία Α, η οποία θα επιτρέψει στο κράτος να χρηματοδοτεί το δημόσιο χρέος του με πιο χαμηλό επιτόκιο και στις τράπεζες να αναβαθμιστούν σε επενδυτική βαθμίδα.
Για να γίνει αυτό, σημείωσε, χρειάζονται υγιή δημόσια οικονομικά με επαναλαμβανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα και πλήρης εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος από τα ΜΕΔ.
Σημειώνοντας ότι τα τελευταία δύο τρίμηνα τα καθαρά έσοδα των τραπεζών από τους τόκους υπερδιπλασιάστηκαν, διαφώνησε με την πρόταση για επιβολή έκτακτης φορολογίας επί των κερδών των τραπεζών, καθώς κάτι τέτοιο θα διακινδύνευε την αξιολόγηση της χώρας αλλά και το όνομα της Κύπρου ως επενδυτικός προορισμός.
Πρόσθεσε ότι σε μεγάλο βαθμό η αξιολόγηση του κράτους αλλά και των τραπεζών εξαρτάται από τη σταθερότητα του φορολογικού και θεσμικού πλαισίου, ενώ ανέφερε ότι τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες κατέγραψαν σημαντικές ζημιές και οι μέτοχοι δεν έλαβαν κανένα μέρισμα. Σημείωσε ακόμα, ότι η ύπαρξη κερδών θωρακίζει τις τράπεζες και ενισχύει την κεφαλαιακή τους επάρκεια για να διαχειριστούν πιθανές μελλοντικές εξελίξεις τα επόμενα χρόνια.
Ανάγκη μείωσης κόστους χρήματος
Ο Πρόεδρος του ΚΕΒΕ, Χριστόδουλος Αγκαστινιώτης, αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα μείωσης του κόστους χρήματος για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Σημείωσε ότι μετά από δέκα αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ που εκτόξευσαν τις δόσεις, χρειάζονται δράσεις για προστασία του βιοτικού επίπεδου των πολιτών και των εισοδημάτων επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
«Ως ΚΕΒΕ εκφράζουμε τις έντονες ανησυχίες μας για το κόστος χρήματος και ζητούμε από το κράτος την προώθηση ρυθμίσεων που να περιορίζουν το κόστος των επιτοκίων», ανέφερε, προτείνοντας αντίστοιχα μέτρα με αυτά που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα για απορρόφηση από τις τράπεζες των τελευταίων και τυχόν μελλοντικών αυξήσεων των επιτοκίων, τουλάχιστον για τους συνεπείς δανειολήπτες.
«Όπως οι τράπεζες στηρίχτηκαν από την κυπριακή επιχειρηματικότητα και κοινωνία, πρέπει τώρα να δώσουν πίσω και να στηρίξουν με τη σειρά τους την κυπριακή κοινωνία και επιχειρηματικότητα», σημείωσε.
Αναφερόμενος στις τάσεις συγχώνευσης τραπεζών που παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα, ο κ. Αγκαστινιώτης είπε ότι το ΚΕΒΕ είναι υπέρ των συγχωνεύσεων, αλλά εναντίον των ολιγοπωλίων, ειδικά σε ευαίσθητους τομείς, όπως ο τραπεζικός, ενώ υπογράμμισε την ανάγκη προσέλκυσης νέων τραπεζών από το εξωτερικό για αύξηση του ανταγωνισμού.
Τέλος, ζήτησε οι τράπεζες να γίνουν πιο φειδωλές στις χρεώσεις τους και πιο ευέλικτες στα αιτήματα των πελατών και να μην είναι αυτοσκοπός η ψηλή κερδοφορία.
ΜΕΧ και εκποιήσεις
Από την πλευρά του, ο Μιχάλης Κρονίδης, Ανώτερος Διευθυντής Συνδέσμου Τραπεζών Κύπρου είπε ότι οι κυπριακές τράπεζες επιδεικνύουν ανθεκτικότητα, αποτέλεσμα της εξυγίανσης των ισολογισμών τα προηγούμενα χρόνια, σημειώνοντας τη σημαντική μείωση των ΜΕΔ εντός συστήματος στο 8,7%, την κάλυψη ρευστότητας πάνω από 300%, και την κεφαλαιακή επάρκεια πάνω από το όριο που καθορίζουν οι κανονισμοί.
Συμφώνησε ότι η κερδοφορία θωρακίζει τον τραπεζικό τομέα έναντι υφιστάμενων και μελλοντικών κινδύνων. Αναφερόμενος σε σχέδια στήριξης των δανειοληπτών, ο κ. Κρονίδης σημείωσε ότι οι τράπεζες απορροφούν μέρος του κόστους αύξησης επιτοκίων, είτε με τη μορφή επιστροφής σε μετρητά, ή με κλείδωμα του επιτοκίου αναφοράς, διατηρώντας τη δόση αποπληρωμής.
Σημείωσε τη σημαντική άνοδο των καταθετικών επιτοκίων μέχρι και 3% και ζήτησε να μην παραγνωρίζεται το ότι κατά τα έτη 2014-2022 οι τράπεζες επωμίστηκαν σημαντικό κόστος χωρίς να το μετακυλίσουν στους καταθέτες, ενώ κατέγραφαν ζημιές.
Ανέφερε ότι τα νέα δάνεια δεν παρουσιάζουν καθυστερήσεις, ενώ τα υφιστάμενα συνήθως είναι πολύ παλιότερα, και για τις καθυστερήσεις δεν ευθύνεται ούτε η πανδημία, ούτε η αύξηση επιτοκίων, ούτε ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Αναφερόμενος στις εκποιήσεις είπε ότι δεν είναι αυτοσκοπός και πρέπει να αφεθεί να λειτουργήσει το πλαίσιο του 2019. Επισήμανε ότι το πρώτο εξάμηνο του 2023 οι τράπεζες και οι εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων προέβησαν σε 2.112 πλειστηριασμούς ακινήτων όλων των κατηγοριών, με ποσοστό επιτυχίας 11,2% (237 ακίνητα). Από τα 2.112 το 75% αφορούσαν χωράφια, 8% οικόπεδα και τα υπόλοιπα διαμερίσματα και κατοικίες.
«Έχουμε εθιστεί στα χαμηλά επιτόκια και τώρα που επιστρέφουμε σε ένα είδος κανονικότητας μας κακοφαίνεται», είπε με τη σειρά του ο οικονομολόγος Μάριος Κληρίδης.
Σημείωσε ότι οι μειώσεις σε ΜΕΔ μέχρι τώρα δεν οφείλονται σε αναδιαρθρώσεις, αλλά κυρίως στις πωλήσεις χαρτοφυλακίου και στο κλείσιμο του Συνεργατισμού. Σημείωσε ότι δεν είναι εκτεθειμένο τόσο το τραπεζικό σύστημα, αλλά αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν στην οικονομία.
Ανέφερε επίσης ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι υπερδανεισμένος, με το ιδιωτικό χρέος να ανέρχεται στο 218% του ΑΕΠ.
Για την προστασία της πρώτης κατοικίας και την αναστολή των εκποιήσεων σημείωσε ότι αποτρέπει τις τράπεζες για νέο δανεισμό για στεγαστικά πρώτης κατοικίας, ενώ σημείωσε ότι και η δυσλειτουργία της δικαιοσύνης δύναται να οδηγήσει την ΕΚΤ να ζητήσει αυξημένες προβλέψεις.
Επαναδιαπραγματεύσεις υγιών δανείων
Τα τραπεζικά ιδρύματα αναμένεται να ανακοινώσουν πρόσθετα μέτρα στήριξης των δανειοληπτών και καταθετών, ανέφερε ο Αντώνης Φραγκούδης, Διευθυντής του Τμήματος Οικονομίας και Διοίκησης της ΟΕΒ, σημειώνοντας ότι οι επαναδιαπραγματεύσεις δανείων το πρώτο εξάμηνο του 2023 ανήλθαν σε €2 δισ., σε σύγκριση με €0,9 δισ. το πρώτο εξάμηνο του 2022 και €1,7 δισ. για όλο το 2022.
Σημείωσε ότι οι πλείστες επαναδιαπραγματεύσεις δανείων γίνονται σε μεγάλες επιχειρήσεις, και ειδικότερα σε ξενοδοχεία και κατασκευαστικές εταιρείες. Συγκεκριμένα, το 78% των διαπραγματεύσεων του πρώτου εξαμήνου 2023 αφορά δάνεια επιχειρήσεων και το 18% δάνεια σε νοικοκυριά. Τα δάνεια που έτυχαν επαναδιαπραγμάτευσης σε νοικοκυριά ανέρχονται σε €365 εκ., ενώ των επιχειρήσεων σε €1,5 δισ.
Στην ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης του υγιούς δανειακού χαρτοφυλακίου αναφέρθηκε και ο οικονομολόγος Παύλος Ιωάννου. Σημειώνοντας ότι η υγιής κερδοφορία των τραπεζών δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της αύξησης των επιτοκίων αλλά και της διασφάλισης ενός υγιούς δανειακού χαρτοφυλακίου τα τελευταία χρόνια, ο κ. Ιωάννου ανέφερε ότι η αύξηση των επιτοκίων και η αύξηση των δόσεων δημιουργεί κινδύνους για νέα ΜΕΔ.
Ανέφερε ότι οι επαναδιαπραγματεύσεις είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο διαχείρισης κινδύνου χωρίς δυσμενείς μεταβολές εποπτικού χαρακτήρα, που ταυτόχρονα προστατεύει και τις τράπεζες από τον επιτοκιακό ανταγωνισμό.
Ψηφιοποίηση και πράσινη μετάβαση
Αναφερόμενος στο Όραμα 2035, ο Τάκης Κληρίδης, Πρόεδρος Συμβουλίου Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας είπε ότι η ανάπτυξη και αξιοποίηση τεχνολογίας αιχμής και η περιβαλλοντική βιωσιμότητα είναι βασικές υποστηρικτικές παράμετροι στη μακροχρόνια οικονομική στρατηγική.
Σημείωσε ότι ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε μοναδική θέση να οδηγήσει την ψηφιοποίηση, η οποία βελτιώνει τη συνολική αποδοτικότητα της οικονομίας, απλοποιεί εσωτερικές διαδικασίες και μειώνει το λειτουργικό κόστος των τραπεζών. Ο κ. Κληρίδης ανέφερε ότι οι εξοικονομήσεις που προκύπτουν από την ψηφιοποίηση πρέπει να μεταφερθούν στους πελάτες για να είναι πιο προσβάσιμες οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.
Αναφορικά με την πράσινη μετάβαση, υπογράμμισε ότι η πράσινη χρηματοδότηση είναι εξαιρετικής σημασίας και οι τράπεζες μπορούν να συμβάλουν με την προώθηση χρηματοδοτικής βοήθειας σε επιχειρήσεις για μετάβαση σε πράσινη ενέργεια, με την προώθηση πράσινων πολιτικών. Ο κ. Κληρίδης ανέφερε επίσης ότι είναι σημαντική η αξιολόγηση του περιβαλλοντικού κινδύνου στις διαδικασίες χορήγησης δανείων, καθώς και η συνεργασία για πράσινες πρωτοβουλίες.
Την οπτική της τεχνολογικής πρόκλησης υπογράμμισε και ο Χάρης Πουαγκαρέ, Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος και Διευθυντής Επιχειρηματικών Δραστηριοτήτων της Τράπεζας Κύπρου, ο οποίος ανέφερε ότι η διάχυση των νέων τεχνολογιών επέτρεψε στις εταιρείες FinTech να ανταγωνίζονται τις παραδοσιακές τράπεζες για ένα κομμάτι της αγοράς.
Σημείωσε ότι πραγματοποιείται μεταφόρτωση σε ένα ηλεκτρονικό τραπεζικό πεδίο με υποστηρικτικό δίκτυο καταστημάτων και πλήρες φάσμα τραπεζικών και χρηματοοικονομικών προϊόντων με πρόσβαση όλο το 24ωρο, ενώ όσα τραπεζικά καταστήματα παραμείνουν θα προσφέρουν μια εντελώς διαφορετική εμπειρία στον πελάτη.
Ο κ. Πουαγκαρέ ανέφερε επίσης ότι «αισθανόμαστε άνετα» για το τραπεζικό μοντέλο, αλλά πρέπει να «παραμείνουμε σε εγρήγορση», καθώς υπάρχουν επερχόμενοι κίνδυνοι, σημειώνοντας ότι δεν είμαστε στο τέλος αυτής της κρίσης.
Μήνυμα Κεραυνού στις τράπεζες: Aναμένει επιπλέον θετικά μέτρα
H οικονομία μας έχει αποδείξει την εξαιρετική της ανθεκτικότητα τα τελευταία χρόνια, δήλωσε ο Υπουργός Οικονομικών Μάκης Κεραυνός στο 4ο Συνέδριο «Τραπεζικό Σύστημα: Νέες προκλήσεις και ευκαιρίες», που οργάνωσε η FMW στη Λευκωσία, αναφερόμενος την ίδια ώρα σε προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει ο τραπεζικός τομέας. Μίλησε για τις διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων και τις επιπτώσεις τους στην οικονομία, σημειώνοντας ότι οι τράπεζες έχουν υιοθετήσει κάποια θετικά μέτρα, ενώ είπε ότι προβλέπει σε επιπλέον θετικά μέτρα από όλες τις τράπεζες.
Στην ομιλία του, την οποία διάβασε εκ μέρους του η Ανώτερη Οικονομικός Λειτουργός Γεωργία Θεμιστοκλέους, ο Υπουργός είπε ότι η οικονομία μας έχει αποδείξει την εξαιρετική της ανθεκτικότητα τα τελευταία χρόνια, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά πολλές δυσκολίες και προκλήσεις.
Ο τραπεζικός τομέας, είπε, έχοντας πραγματοποιήσει τα τελευταία χρόνια αξιόλογα βήματα προόδου, με ισχυρή κεφαλαιουχική βάση και ρευστότητα, διαδραμάτισε έναν καθοριστικό και παραγωγικό ρόλο σε αυτήν τη συλλογική προσπάθεια και αναμένεται να συνεχίσει να το κάνει.
Ωστόσο, τόνισε ο Υπουργός, ελλοχεύουν ορατές προκλήσεις και κίνδυνοι που πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Μία από τις κύριες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας, σημείωσε, είναι η σειρά επανειλημμένων αυξήσεων των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία ακολουθεί ίσως τον πιο αποφασιστικό κύκλο περιοριστικής νομισματικής πολιτικής των τελευταίων 40 ετών.
“Αυτές οι διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων έχουν σημαντικές και πολύπλευρες επιπτώσεις στην οικονομία, καθώς αυξάνουν το κόστος δανεισμού για την αγορά κατοικίας, την εκπαίδευση και άλλες αναγκαίες χρηματοδοτήσεις, περιορίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών”.
Πρόσθεσε ότι κατανοώντας τις σοβαρές προεκτάσεις που προκύπτουν, οι τράπεζες έχουν υιοθετήσει κάποια θετικά μέτρα όσον αφορά την απορρόφηση του αυξημένου κόστους από την αύξηση των επιτοκίων, καθώς επίσης και όσον αφορά τη διαμόρφωση των καταθετικών επιτοκίων.
Εξέφρασε βεβαιότητα ότι οι τράπεζές αναλαμβάνοντας το κοινωνικό τους μερίδιο ευθύνης θα συνεχίσουν να παρακολουθούν προσεκτικά αυτές τις εξελίξεις και προβλέπω ότι θα ληφθούν επιπλέον θετικά μέτρα από όλες τις τράπεζες.
Αναφερόμενος στα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια, είπε ότι σήμερα το ποσοστό των ΜΕΔ έχει μειωθεί σημαντικά και αποτελεί θετική εξέλιξη για την κυπριακή οικονομία, καθώς αποδεικνύει ότι οι προσπάθειες για τη διαχείριση των ΜΕΔ και την ανάκαμψη του τραπεζικού τομέα έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς.
Ενδεικτικά, είπε, είναι τα συμπεράσματα της έκθεσης προόδου σχετικά με την εξέλιξη των ΜΕΔ σε σχέση με συγκεκριμένους στόχους οι οποίοι έχουν τεθεί στα πλαίσια του σχεδίου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης, η οποία κατατέθηκε και εγκρίθηκε πρόσφατα από το Υπουργικό Συμβούλιο. Σημείωσε ότι οι δύο ποσοτικοί στόχοι του Σχεδίου σχετικά με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν ικανοποιηθεί, και η υλοποίηση του στόχου θα συμβάλει στην εκταμίευση της επόμενης δόσης από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ανέφερε ακόμη ότι η προοπτική για το αύριο είναι άκρως ενθαρρυντική, καθώς η Κυβέρνηση έχει λάβει σημαντικά μέτρα και συνεχίζει να επεξεργάζεται μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που σχετίζονται με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ).
“Η ψήφιση νομοσχεδίων για ενδυνάμωση του νομικού πλαισίου διαχείρισης της δευτερογενούς αγοράς των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) αποτελεί ένα ακόμα σημαντικό βήμα προς την οικονομική σταθερότητα και την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα” είπε.
Ανέφερε ακόμα ότι η στροφή των τραπεζών προς την ηλεκτρονική τραπεζική αποτελεί μια θετική εξέλιξη που αντικατοπτρίζει την ανάγκη του χρηματοπιστωτικού τομέα να προσαρμοστεί στην ψηφιακή εποχή.
Ο Υπουργός Οικονομικών είπε ότι ο τραπεζικός χάρτης στην Κύπρο έχει αλλάξει ριζικά την τελευταία δεκαετία, υπενθυμίζοντας πως τέσσερις τράπεζες έφυγαν από το τραπεζικό σύστημα της χώρας με ανακατατάξεις και στα μετοχικά κεφάλαια εκείνων των τραπεζών που έμειναν στην εγχώρια αγορά.
“Το τραπεζικό σύστημα είναι ενδογενές, με επικέντρωση στην εγχώρια αγορά και με το μέγεθος του ως προς το ΑΕΠ της χώρας να βρίσκεται στον μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Υπουργείο Οικονομικών θεωρεί τυχόν εξαγορές και συγχωνεύσεις, ένδειξη ενός υγιούς τομέα και λειτουργίας των κανόνων της ελεύθερης αγοράς” είπε.
Πρόσθεσε ότι διαρθρωτικές αλλαγές, είτε μέσω εξαγορών είτε μέσω τεχνολογικής αναβάθμισης, αναμένεται να συμβάλουν στη ενίσχυση του ανταγωνισμού και στην βελτίωση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών για τους καταναλωτές στην Κύπρο.
Αναφέρθηκε και στις θετικές αξιολογήσεις από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, λέγοντας ότι αποτελούν ένα σημαντικό δείγμα εμπιστοσύνης, καθιστώντας προφανές ότι βρισκόμαστε στη σωστή πορεία προς την οικονομική ανάκαμψη, καταρρίπτοντας τις όποιες κινδυνολογίες ακούγονται το τελευταίο διάστημα, όπως είπε.
“Είναι σημαντικό να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε τις εξελίξεις και να λαμβάνουμε αποτελεσματικά μέτρα όπου χρειάζεται, προκειμένου να διασφαλίσουμε την ευημερία και την αξιοπιστία μας τόσο στο εσωτερικό όσο και στη διεθνή σκηνή” τόνισε.
Τέλος, είπε ότι προσβλέπει στη συνεργασία όλων για την απάμβλυνση των συνεπειών στην αγορά και τα νοικοκυριά από τα αυξημένα επιτόκια και στην ενεργότερη συμμετοχή στην παροχή εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων για διευκόλυνση της πρόσβασης των επιχειρήσεων στην χρηματοδότηση.