Ιδιωτικά τζετ, θαλαμηγοί, εντυπωσιακά αυτοκίνητα, πανάκριβα κοσμήματα είναι ορισμένες από τις πολυτέλειες, που αρέσκονται να απολαμβάνουν και να επιδεικνύουν οι πλουσιότεροι Ρώσοι. Ωστόσο οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν στην κατοχή τους και ένα άλλο “αγαθό πολυτελείας” made in EU. Ο λόγος για τα χρυσά διαβατήρια ή χρυσές βίζες.
Την τελευταία δεκαετία περίπου 4.000 Ρώσοι έχουν αποκτήσει χρυσό διαβατήριο, έχοντας επενδύσει αθροιστικά 3 δισ. ευρώ σε ακίνητα και άλλα περιουσιακά στοιχεία, σύμφωνα με έρευνα του Ευρωκοινοβουλίου, που παρουσιάζει το Bloomberbg.
Ωστόσο η απόφαση του Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία και να επαναφέρει τη φρίκη του πολέμου στη Γηραιά Ήπειρο έχει βάλει τα διαβατήρια αυτά στο μικροσκόπιο. Ήδη Ελλάδα, Πορτογαλία και Τσεχία έχουν σταματήσει την έκδοση βίζας σε Ρώσους, ενώ η Βρετανία αποφάσισε να ρίξει αυλαία συνολικά στο πρόγραμμα που προσφέρει διαβατήριο έναντι επενδύσεων. Η Βουλγαρία τον Φεβρουάριο προώθησε επίσης νομοσχέδιο, που προβλέπει τη σταδιακή κατάργηση του σχετικού προγράμματος – κατι που έχει κάνει η Κύπρος από το 2020, εν μέσω αποκάλυψης σοβαρών σκανδάλων. Αυτή τη στιγμή η μόνη χώρα που θα μπορούσε να προσφέρει “χρυσή βίζα» στους Ρώσους είναι η Μάλτα.
Τα προγράμματα αυτά αποδείχθηκαν επικερδή για τις ευρωπαϊκές οικονομίες, με τα κράτη – μέλη να βλέπουν στα ταμεία τους να μπαίνουν στα ταμεία τους 21 δισ. ευρώ από το 2011 έως και το 2019 σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωκοινοβουλίου. Η πανδημία επιβράδυνε τη συνολική ζήτηση, αλλά οι Ρώσοι παρέμειναν μεταξύ των κύριων ενδιαφερόμενων. Η Ισπανία μόλις τον περασμένο Ιανουάριο χορήγησε 14 «χρυσές βίζες» σε Ρώσους.
Να σημειωθεί ότι η διαδικασία διαφέρει από χώρα σε χώρα. Μία τέτοια βίζα απαιτεί επένδυση 127.000 ευρώ στη Βουλγαρία, ενώ για να τη λάβει κάποιος από την Ολλανδία θα πρέπει να επενδύσει 1,2 εκατ. ευρώ.
Η εικόνα στην Ελλάδα
«Μικρό ταμείο» έκανε και το 2021 το ελληνικό πρόγραμμα «Χρυσή βίζα», καθώς οι νέες άδειες διαμονής πενταετούς διάρκειας που χορηγήθηκαν σε πολίτες τρίτων χωρών, υπό την προϋπόθεση επένδυσης σε ακίνητο αξίας τουλάχιστον 250.000 ευρώ, μόλις ξεπέρασαν τις χίλιες.
Αν και οι χορηγήσεις ήταν περισσότερες από αυτές του 2020, σε κάθε περίπτωση είναι υποτριπλάσιες σε σχέση με τον αριθμό των αδειών που δόθηκαν το 2019, έτος το οποίο αποδείχτηκε το πλέον παραγωγικό από την έναρξη εφαρμογή του προγράμματος, το 2014.