Αν η πρόβλεψη της αγοράς επιβεβαιωθεί, τότε το καταθετικό επιτόκιο στο ευρώ θα οδηγηθεί από το -0,5% στο απόλυτο μηδέν και θα βρεθεί έτσι σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά ύστερα από 7 χρόνια. Μία τέτοια εξέλιξη θα σημάνει φυσικά περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού για τις κυβερνήσεις ανά την Ευρωζώνη και πρωτίστως για την περιφέρεια. Η πρόεδρος της ΕΚΤ παραδέχθηκε χθες στους δημοσιογράφους ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ό,τι αρχικά υπολογιζόταν και απέφυγε να διαβεβαιώσει- όπως είχε κάνει όλες τις προηγούμενες φορές- πως είναι «απίθανή μία αύξηση των επτιοκίων μέσα στο 2022».
Πλέον και οι επενδυτικοί οίκοι σπεύδουν να αναθεωρήσουν τις προβλέψεις τους. Οι αναλυτές των Goldman Sachs, Commerzbank και Bank of America «βλέπουν» το καταθετικό επιτόκιο του ευρώ να φτάνει (με δύο αυξήσεις επιτοκίων της τάξης των 25 μονάδων βάσης έκαστη) στο μηδέν τον Δεκέμβριο.
«Τώρα πια περιμένουμε την έξοδο της ΕΚΤ από την χαλαρή πολιτική πολύ νωρίτερα από ό,τι υπολογίζαμε» επισημαίνει ο Γιάρι Στεν της Goldman Sachs, κάνοντας λόγο για μία αύξηση των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο και μία δεύτερη στα τέλη του έτους. «Η χθεσινή συνεδρίαση έδειξε ότι υπάρχει ελάχιστη ανοχή στο Διοικητικό Συμβούλιο για τα σημερινά υψηλά επίπεδα πληθωρισμού» επισημαίνει ο αναλυτής της Goldman σε σημείωμά του στους επενδυτές.
Η αλλαγή αυτή στον τόνο της Λαγκάρντ, η οποία ενδεχομένως να συνοδευθεί και από ένα πιο ξεκάθαρο σήμα στη συνεδρίαση του Μαρτίου, φέρνει ουσιαστικά την ΕΚΤ πιο κοντά στα βήματα των άλλων μεγάλων κεντρικών τραπεζών. Ήδη η Tράπεζα της Αγγλίας έχει προβεί σε αυξήσεις των επιτοκίων κατά τις δύο τελευταίες συνεδριάσεις και είναι μάλιστα η πρώτη φορά από το 2004 που επιλέγει την τακτική των διαδοχικών αυξήσεων. Όσο για τη Φέντεραλ Ριζέρβ στις ΗΠΑ προβλέπεται να αυξήσει τα επιτόκια τουλάχιστον τέσσερις φορές μέσα στο έτος.