Σε κάθε περίπτωση , έναν χρόνο μετά την εισβολή, η Ρωσία εξαρτάται όλο και περισσότερο από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Εκεί που προηγουμένως υπήρχε σκεπτικισμός για το Πεκίνο και ανταγωνισμός εξουσίας-πολιτικής, η Μόσχα αναγκάζεται πλέον να υποτάσσεται όλο και περισσότερο.
Η Κίνα παρουσιάζεται ως ο μοναδικός πιθανός μεσολαβητής για το Κρεμλίνο. Η Κίνα δεν έχει άλλωστε καταδικάσει τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, αν και ο σεβασμός της κυριαρχίας μιας χώρας αποτελεί και για το Πεκίνο ακρογωνιαίο λίθο της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής
Ο Πούτιν δεν έχει επίσης άλλη επιλογή, ενώ από την σκοπιά του Πεκίνου, η γεωπολιτική σύγκρουση με τις ΗΠΑ για μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων φαίνεται να είναι πολύ πιο σημαντική από την κυριαρχία της Ουκρανίας. Γι’ αυτό η Δύση δεν περιμένει ότι η «ειρηνευτική πρωτοβουλία» της Κίνας θα είναι λύση στη σύγκρουση, αλλά κάνει λόγο για μία «παγίδα». Οι Ηνωμένες Πολιτείες προειδοποιούν το Πεκίνο να μην στηρίξει με όπλα τη Μόσχα, αν και η Λαϊκή Δημοκρατία το διαψεύδει. Αντίθετα, όπως και η Ρωσία, το Πεκίνο επιρρίπτει την ευθύνη για τη σύγκρουση , στις Ηνωμένες Πολιτείες και την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά.
Η ανησυχία των αγορών
Σε αυτήν την πολύ περίπλοκη στιγμή σε παγκόσμιο επίπεδο, το σενάριο του πολέμου και της κλιμάκωσης της έντασης ανησυχεί τις αγορές. Η Κίνα ως πρωταγωνιστής στην παγκόσμια οικονομία, θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τις αγορές.
Καθώς κλείνει η εβδομάδα, τα διεθνή χρηματιστήρια κινούνται μεταξύ των φόβων για νέες γεωπολιτικές εντάσεις και της επιβεβαίωσης για μια πιο αυστηρή δημοσιονομική πολιτική από την Fed και την ΕΚΤ. Η αβεβαιότηταςκυριαρχεί καθώς η Ασία πρωταγωνιστεί ολοένα και περισσότερο στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό, όχι μόνο στο οικονομικό.
Ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωσε ότι περιμένει τον Κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ να επισκεφθεί τη Ρωσία καθώς ενισχύει τους δεσμούς με το Πεκίνο μέσω συνομιλιών με τον κορυφαίο διπλωμάτη της Κίνας.
Η συνεργασία μεταξύ Ρωσίας και Κίνας «είναι πολύ σημαντική για τη σταθεροποίηση της διεθνούς κατάστασης », είπε ο Πούτιν στον Κινέζο κρατικό σύμβουλο Oυάνγκ Γι στη Μόσχα την Τετάρτη. Οι δύο χώρες σημειώνουν επίσης «νέα ορόσημα» στο εμπόριο , τα οποία θα μπορούσαν να αυξηθούν στα 200 δισεκατομμύρια δολάρια πριν από τον στόχο τους για το 2024, είπε ο Πούτιν.
«Η τρέχουσα διεθνής κατάσταση είναι πράγματι κρίσιμη και περίπλοκη, αλλά η σχέση μεταξύ Κίνας και Ρωσίας είναι τόσο σταθερή όσο ένα βουνό και μπορεί να αντέξει στη δοκιμασία των διεθνών κινδύνων», απάντησε ο Wang, προσθέτοντας ότι οι στρατηγικοί δεσμοί μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου δεν θα υπόκεινται σε πιέσεις τρίτων.
Στρατηγική σχέση
Πόσο στενή είναι η σχέση Μόσχας και Πεκίνου ένα χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου; Αν και Κίνα και Ρωσία δεν συνδέονται με επίσημη συμμαχία, έχουν αποκαταστήσει μια στρατηγική εταιρική σχέση.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν και ο Σι Τζινπίνγκ έχουν προφανώς ξεπεράσει τη μακροχρόνια δυσπιστία μεταξύ των χωρών τους, έχουν συναντηθεί περισσότερες από 40 φορές τα τελευταία 10 χρόνια και ορκίστηκαν σε μια «απεριόριστη φιλία» λίγο πριν από τη ρωσική επίθεση.
«Έχουν μια πολύ παρόμοια άποψη για τον κόσμο», λέει ο Τζότζεφ Τορίγκιαν , καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον. «Είναι πολύ δύσπιστοι απέναντι στη Δύση, απορρίπτουν τη δημοκρατία, την υποτιθέμενη προσπάθεια των ΗΠΑ για ηγεμονία. Και θέλουν να αποδοθεί στην Κίνα και τη Ρωσία ο σεβασμός που νιώθουν ότι τους στερήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες», λέει ο Αμερικανός καθηγητής.
Στην ιδεολογική και γεωπολιτική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ για επέκταση των σφαιρών επιρροής στον κόσμο, η Κίνα χρειάζεται τη στήριξη της Ρωσίας. Σε αντάλλαγμα είναι πρόθυμη να ανεχτεί έναν πόλεμο από τον οποίο η Λαϊκή Δημοκρατία στην πραγματικότητα δεν έχει κανένα συμφέρον. Η Κίνα αντιστάθηκε στην πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης να απομονώσει τη Μόσχα. Απέκρουσε επίσης τις πιέσεις για συμμετοχή στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας – και μάλιστα έχει ωφεληθεί οικονομικά.
Αύξηση των εμπορικών σχέσεων
Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών Ρωσίας και Κίνας πέρυσι, έφτασε τα 178 δισεκατομμύρια ευρώ, καταγράφοντας μια σαφή αύξηση σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, όπως ανακοίνωσε πρόσφατα το υπουργείο Εμπορίου στο Πεκίνο.
Πάνω απ ‘όλα, η Κίνα αγοράζει περισσότερο πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τη Ρωσία – σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές – καθώς η Μόσχα έχει απομακρυνθεί από την ευρωπαϊκή αγορά λόγω των κυρώσεων. Το γεγονός αυτό έχει αυξήσει όμως την οικονομική εξάρτηση της Μόσχας από την Κίνα. Αντίθετα, για την Κίνα οι συναλλαγές με τη Ρωσία αντιπροσωπεύουν μόλις το 3% του συνολικού όγκου του κινεζικού εμπορίου.
Η Ρωσία συνεχίζει να προμηθεύει με μαχητικά αεροσκάφη , κινητήρες και υποβρύχια στην Κίνα, ενώ το Πεκίνο στέλνει στη Μόσχα drones, κινητήρες πλοίων και άλλα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.
Η Ρωσία μπορεί να ήταν εδώ και πολύ καιρό ένας από τους σημαντικότερους προμηθευτές οπλικών συστημάτων στην Κίνα, αλλά σήμερα το Πεκίνο παράγει κάθε είδους όπλων, όπως λέει ο Ζίνο Λεόνι, στρατιωτικός ειδικός στο Kings College του Λονδίνου.
Η Κίνα θέλει να θεωρείται πιστός και χρήσιμος εταίρος της Ρωσίας. Αλλά αυτή η βοήθεια έχει όρια όταν πρόκειται για την προστασία των κινεζικών οικονομικών συμφερόντων – ειδικά στην Ευρώπη.
Η ΕΕ δεν μπορεί χωρίς την Κίνα
Η φήμη της Κίνας στην Ευρώπη έχει πληγεί σημαντικά τους τελευταίους 12 μήνες – λόγω της εγγύτητας του Πεκίνου με τη Μόσχα. Αλλά οι Ευρωπαίοι ελπίζουν ότι η σινο-ρωσική φιλία δεν θα είναι και τόσο απεριόριστη.
Ακόμη κι αν το εμπορικό ισοζύγιο μεταξύ ΕΕ και Κίνας έχει επιδεινωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια λόγω της πολιτικής μηδενικού Covid, της κρίσης των ακινήτων και του υψηλού επιπέδου χρέους, η ευρωπαϊκή οικονομία δεν μπορεί να παραιτηθεί από τις εξαγωγές στο Πεκίνο.
Η εντεινόμενη εμπορική διαμάχη μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας θα καταστήσει τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και των δύο εμπορικών εταίρων πολύ πιο δύσκολες μακροπρόθεσμα. Εάν η ΕΕ δεν θέλει να γίνει πιόνι μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, πρέπει να τοποθετηθεί ξεκάθαρα και προς τις δύο κατευθύνσεις. Ειδικότερα στην κατεύθυνση της Κίνας, αυτό σημαίνει ότι οι κανόνες του ελεύθερου εμπορίου πρέπει να ισχύουν και για τις δύο πλευρές και ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αδιαπραγμάτευτο αγαθό. Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά έναν αγώνα επιδοτήσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης λοιπόν, να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση, όσο επώδυνη κι αν είναι, στον πόλεμο της Ουκρανίας. Για να μην επεκταθεί ο πόλεμος σε όλον τον κόσμο…
Μιχάλης Ψύλος • [email protected]