Μια ήπια διόρθωση θεωρείται πιθανή στις διεθνείς κεφαλαιαγορές έως τη λήξη του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με την εκτίμηση της πλειονότητας των διαχειριστών κεφαλαίου, οι οποίοι συμμετείχαν σε έρευνα που διεξήγαγε το ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters. Επιπλέον συνέστησαν σε όσους δραστηριοποιούνται στις κεφαλαιαγορές να περιορίσουν την έκθεσή τους στις μετοχές σε διεθνή κλίμακα για τον Αύγουστο και να στραφούν στα ομόλογα. Στις αρχές της εβδομάδας ο MSCI, ο δείκτης που παρακολουθεί την πορεία των διεθνών χρηματιστηρίων, είχε ανέλθει σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα, ενώ στη Γηραιά Ηπειρο ο αντίστοιχος δείκτης των μεγάλων επιχειρήσεων είχε εμφανίσει κέρδη συνολικά τον Αύγουστο άνω του 2%. Και αυτό σημαίνει πως προβλέπεται ο μήνας, που ολοκληρώθηκε χθες, να σηματοδοτήσει την πιο μακρά ανοδική πορεία σε διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας, χάρη, προφανώς, στα οφέλη από τις γενναιόδωρες νομισματικές δημοσιονομικές πολιτικές από κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο. Παρά ταύτα οι διαχειριστές κεφαλαίων και οι διευθυντές επενδύσεων στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίοι συμμετείχαν στη δημοσκόπηση του Reuters το διάστημα από 12 έως 30 Αυγούστου, περιόρισαν ελάχιστα τις τοποθετήσεις σε μετοχές στον μέσο όρο του 49,9% του χαρτοφυλακίου – υποδείγματος που χρησιμοποιούν εν συγκρίσει με το 50,1% του Ιουλίου, το οποίο θεωρείται ρεκόρ 3,5 ετών.
Τα ευρήματα από την έρευνα διατυπώνονται πριν έρθει το σημείο καμπής της νομισματικής πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, ενώ στους κόλπους της εκφράζονται διχογνωμίες για το ακριβές χρονοδιάγραμμα απόσυρσης των μέτρων στήριξης. Η τράπεζα αγοράζει κάθε μήνα τίτλους αξίας 120 δισ. δολ. ώστε να στηρίξει την οικονομία εν γένει και τις εταιρείες και τα νοικοκυριά ειδικότερα, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις επιπτώσεις του κορωνοϊού. Ερωτηθέντες για το ενδεχόμενο διόρθωσης στα διεθνή χρηματιστήρια έως τη λήξη του 2021, μια ισχνή πλειονότητα, δηλαδή οι εννέα στους δεκαεπτά, είπαν ότι είναι πιθανή, ενώ οι λοιποί απάντησαν αρνητικά.
Μια ξεχωριστή έρευνα του ειδησεογραφικού πρακτορείου Reuters, στην οποία έλαβαν μέρος περισσότεροι από 250 υπεύθυνοι στρατηγικής μετοχών, έδειξε ότι το ισχυρό αγοραστικό ενδιαφέρον του φετινού χρόνου σχεδόν έχει ολοκληρωθεί και πιθανώς να επέλθει διόρθωση πριν από τις 31 Δεκεμβρίου. Οπως επισημαίνει ο Ρομπ Χόγουορθ, υψηλόβαθμος διευθυντής επενδυτικής στρατηγικής στην αμερικανική Bank Wealth Management στο Σιάτλ, «ο φόβος για τον αντίκτυπο στη διεθνή οικονομία λόγω των νέων κρουσμάτων κορωνοϊού σε συνδυασμό με μια επιβράδυνση στην επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας μπορεί να κλονίσει τις αγορές, οδηγώντας σε συγκρατημένη διόρθωση». Και προσθέτει: «Δεν θα χαρακτηρίζαμε την αντίδραση αυτή κίνδυνο για ύφεση ή σχετική επιβράδυνση, αλλά περισσότερο έναν προβληματισμό για την ανάπτυξη, δεδομένης της κλίμακας των μέτρων στήριξης». Μεταξύ όσων αναφέρθηκαν υπογραμμίστηκε πως μια διόρθωση είναι πιθανή, μια μέση πρόβλεψη θέλει τις τιμές των μετοχών να εξασθενούν 8%, ενώ συνολικά η διακύμανση είναι της τάξεως του 5%-10% για τις ενδεχόμενες απώλειες. Ωστόσο, οι διαχειριστές κεφαλαίων επανέλαβαν ότι ως επί το πλείστον η πρόσφατη πτώση στις τιμές των μετοχών ήταν απλώς καιροσκοπική, ώστε να ενισχυθεί η έκθεση των συναλλασσομένων σε ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία και να επωφεληθούν από τα χαμηλότατα επιτόκια και την επακόλουθη ρευστότητα. Τέλος, ερωτηθέντες για την πιο πιθανή τροποποίηση στις συστάσεις τους για το χαρτοφυλάκιο – υπόδειγμα σε ορίζοντα τριών μηνών, οι δέκα από τους δεκαεννέα απάντησαν ότι θα ενδυνάμωναν την έκθεσή τους σε μετοχές διεθνών ομίλων.