Αμετάβλητα, στο ιστορικό χαμηλό επίπεδο, διατήρησε την Πέμπτη τα επιτόκια του ευρώ, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι ο πληθωρισμός «θα παραμείνει υψηλός τους επόμενους μήνες» και τα βασικά επιτόκια θα παραμείνουν στα σημερινά τους επίπεδα έως ότου διαπιστωθεί ότι ο πληθωρισμός υποχωρεί στο 2%.
Ταυτόχρονα, τονίζει ότι στοιχεία «ενισχύουν την προσδοκία του ότι οι καθαρές αγορές στοιχείων ενεργητικού στο πλαίσιο του προγράμματος APP θα πρέπει να ολοκληρωθούν το γ΄ τρίμηνο του 2022».
Συγκεκριμένα, σε ανακοίνωση την Πέμπτη μετά τη συνεδρία του Διοικητικού της Συμβουλίου, η ΕΚΤ αναφέρει σε σχέση με τις μελλοντικές εξελίξεις, ότι η νομισματική πολιτική της θα εξαρτηθεί από τα εισερχόμενα στοιχεία και τη συνεχιζόμενη αξιολόγηση των προοπτικών από το Διοικητικό Συμβούλιο.
«Στις τρέχουσες συνθήκες υψηλής αβεβαιότητας, το Διοικητικό Συμβούλιο θα διατηρήσει την ευχέρεια επιλογής, τη σταδιακή αλλαγή και την ευελιξία κατά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής», υπογραμμίζει.
Η ΕΚΤ διαβεβαιώνει ότι το Διοικητικό της Συμβούλιο «θα λάβει όποια μέτρα είναι απαραίτητα προκειμένου να εκπληρώσει την εντολή που έχει ανατεθεί στην ΕΚΤ για διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και να συμβάλει στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας».
«Τυχόν προσαρμογές των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα πραγματοποιηθούν κάποια χρονική στιγμή μετά τη λήξη των καθαρών αγορών του Διοικητικού Συμβουλίου στο πλαίσιο του προγράμματος APP και θα είναι σταδιακές», τονίζει και σημειώνει πως η πορεία των βασικών επιτοκίων της «θα συνεχίσει να καθορίζεται με βάση την παροχή ενδείξεων του Διοικητικού Συμβουλίου για τη μελλοντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής και τη στρατηγική δέσμευσή του για σταθεροποίηση του πληθωρισμού στο 2% μεσοπρόθεσμα».
Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 0,00%, 0,25% και -0,50% αντιστοίχως.
Πόλεμος στην Ουκρανία και διαταραχές εμπορίου
Η ΕΚΤ αναφέρει ότι επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία προκαλεί τεράστια δεινά και επηρεάζει επίσης την οικονομία, στην Ευρώπη και αλλού.
Αναφέρει επίσης ότι η σύγκρουση και η σχετική αβεβαιότητα επιδρούν πολύ αρνητικά στην εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών και οι διαταράξεις στο εμπόριο οδηγούν σε νέες ελλείψεις υλικών και πρώτων υλών, ενώ οι έντονες αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων μειώνουν τη ζήτηση και επιδρούν ανασταλτικά στην παραγωγή.
«Το πώς αναπτύσσεται η οικονομία θα εξαρτηθεί καίρια από την εξέλιξη της σύγκρουσης, τον αντίκτυπο των επιβαλλόμενων κυρώσεων και το ενδεχόμενο λήψης περαιτέρω μέτρων», σημειώνει.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την ΕΚΤ, η οικονομική δραστηριότητα εξακολουθεί να στηρίζεται από την επανεκκίνηση της οικονομίας μετά την πανδημική κρίση, «ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί σημαντικά και θα παραμείνει υψηλός τους επόμενους μήνες, κυρίως λόγω της απότομης ανόδου του κόστους της ενέργειας, ενώ οι πιέσεις στον πληθωρισμό εντάθηκαν σε πολλούς τομείς».
Αγορές στοιχείων ενεργητικού (APP)
Επιπλέον, η ΕΚΤ αναφέρει ότι οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος APP θα διαμορφωθούν μηνιαίως σε 40 δισεκ. ευρώ τον Απρίλιο, 30 δισεκ. ευρώ τον Μάιο και 20 δισεκ. ευρώ τον Ιούνιο.
«Στη σημερινή συνεδρίαση το Διοικητικό Συμβούλιο έκρινε ότι τα εισερχόμενα στοιχεία μετά την τελευταία συνεδρίασή του ενισχύουν την προσδοκία του ότι οι καθαρές αγορές στοιχείων ενεργητικού στο πλαίσιο του προγράμματος APP θα πρέπει να ολοκληρωθούν το γ΄ τρίμηνο», σημειώνει.
Αναφέρει ότι η διαμόρφωση των καθαρών αγορών για το γ΄ τρίμηνο θα εξαρτηθεί από τα στοιχεία και θα αντανακλά τη συνεχιζόμενη αξιολόγηση των προοπτικών από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Επίσης, η ΕΚΤ αναφέρει ότι «το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει επίσης να συνεχίσει να επανεπενδύει, πλήρως, τα ποσά από την εξόφληση τίτλων αποκτηθέντων στο πλαίσιο του προγράμματος APP κατά τη λήξη τους για παρατεταμένη χρονική περίοδο μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και πάντως για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο για τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών ρευστότητας και ενός διευκολυντικού, σε μεγάλο βαθμό, χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής».