Κοντά στο ψυχολογικό επίπεδο των 100 ανά δολάριο διαπραγματεύεται ξανά το ρούβλι, στρεσάροντας εκ νέου τους Ρώσους καταναλωτές και την κυβέρνηση καθώς οι προσπάθειες, που προηγήθηκαν, των υπευθύνων χάραξης πολιτικής να ανακόψουν την υποχώρησή του δεν απέδωσαν.
Ειδικότερα, το πρωί της Τρίτης, το ρωσικό νόμισμα υποχώρησε έως και 0,5%, με την ισοτιμία να διαμορφώνεται στα 100,255 ρούβλια ανά δολάριο. Λίγο αργότερα περιόρισε ελαφρά τις απώλειες, με την ισοτιμία να διαμορφώνεται στα 99,94 ρούβλια ανά δολάριο.
Το ρωσικό νόμισμα είχε διολισθήσει τον Αύγουστο σε αυτό το επίπεδο, για πρώτη φορά από τον Μάρτιο του 2022, προκαλώντας την αντίδραση της κεντρικής τράπεζας της χώρας, που αύξησε τα επιτόκια, αλλά και έντονες συζητήσεις σχετικά με το ενδεχόμενο επιβολής capital control για την ενίσχυση του ρουβλίου.
Διαφωνίες μεταξύ Κρεμλίνου και κεντρικής τράπεζας
Πλέον δεν είναι μυστικό ότι το Κρεμλίνο και η ρωσική κεντρική τράπεζα διαφωνούν σχετικά με τον καλύτερο τρόπο ενίσχυσης του νομίσματος.
Η επικεφαλής της Τράπεζας της Ρωσίας, Ελβίρα Ναμπιουλίνα, έχει ταχθεί κατά της χρήσης διοικητικών μέτρων για τη στήριξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας, επιλέγοντας αντ’ αυτού να βασίζεται στη νομισματική πολιτική. Η κεντρική τράπεζα αύξησε το βασικό της επιτόκιο στο 12% από 8,5% σε έκτακτη συνεδρίαση τον Αύγουστο, αφότου το ρούβλι έσπασε τελευταία φορά το όριο των 100. Έπειτα προχώρησε σε νέα αύξηση, φτάνοντας το επιτόκιο στο 13%, τον περασμένο μήνα.
Η αύξηση των επιτοκίων του Αυγούστου ήταν η πιο μεγάλη στην περίοδο μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Αν και μέχρι στιγμής έχει περιορισμένο αντίκτυπο, το ρούβλι θα ήταν πολύ πιο αδύναμο χωρίς την αύξηση των επιτοκίων, δήλωσε ο Ναμπιουλίνα στο Οικονομικό Φόρουμ της Μόσχας την περασμένη εβδομάδα.
Η κεντρική τράπεζα ανακοίνωσε επίσης τον Αύγουστο ότι θα απέχει από τις αγορές συναλλάγματος για το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους.
Βέβαια τα μέτρα αυτά δεν στάθηκαν αρκετά να συγκρατήσουν το ρούβλι, που συνέχισε να υποχωρεί καθώς η ζήτηση για σκληρό νόμισμα στη Ρωσία αυξάνεται εν μέσω ανάκαμψης των εισαγωγών σε μια εποχή που η οικονομία βρίσκεται υπό διεθνείς κυρώσεις λόγω του πολέμου. Οι κύριοι εξαγωγείς της Ρωσίας, που είναι οι κύριοι πάροχοι ξένου νομίσματος, γνώρισαν ταυτόχρονα σημαντική μείωση των εσόδων από εξαγωγές.
Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε συστάσεις προς τους εξαγωγείς να παραδώσουν περισσότερα έσοδα σε ξένο νόμισμα, χωρίς να επιβάλει καμία υποχρέωση.
Παράλληλα, το υπουργείο Οικονομικών ήταν θετικό στο να υιοθετηθούν αυστηρότεροι ελέγχοι κεφαλαίων, αλλά έκανε πίσω όταν η κεντρική τράπεζα εξέφρασε την αντίθεσή της. Ο υπουργός Οικονομίας Μαξίμ Ρεσέτνικοφ πρότεινε επίσης τη διάσπαση της αγοράς συναλλάγματος ακολουθώντας το παράδειγμα της Κίνας, η οποία έχει χερσαίες και υπεράκτιες ισοτιμίες για το εθνικό της νόμισμα, μια ιδέα που επικρίθηκε έντονα από τη Ναμπιουλίνα.