Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Αναστασιάδης κήρυξε σήμερα τις εργασίες του διεθνούς Συνεδρίου «Ναυτιλιακή Κύπρος 2022» που πραγματοποιούνται στη Λεμεσό και στις οποίες συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, ο ΓΓ του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού κ. Κι Τακ Λιμ και η Ευρωπαία Επίτροπος για τις Μεταφορές κα Αντίνα Βάλεαν.
Σε χαιρετισμό του στο συνέδριο, το οποίο διοργανώνεται από το Υφυπουργείο Ναυτιλίας, το Κυπριακό Ναυτιλιακό Επιμελητήριο και την Κυπριακή Ένωση Πλοιοκτητών, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε, μεταξύ άλλων, ότι η Κύπρος αποτελεί ένα ανταγωνιστικό και σύγχρονο διεθνές ναυτιλιακό κέντρο, επισημαίνοντας τα επιτεύγματα που έχουν σημειωθεί στον τομέα αυτό.
Πρόσθεσε ότι περίπου 300 ναυτιλιακές εταιρείες έχουν ως βάση τους την Κύπρο.
Είπε, ωστόσο, ότι η θέση της Κύπρου στον παγκόσμιο ναυτιλιακό χάρτη θα ήταν ακόμη σημαντικότερη αν δεν υπήρχαν τα παράνομα περιοριστικά μέτρα από πλευράς Τουρκίας κατά της κυπριακής σημαίας που επέβαλε το 1987.
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης υπογράμμισε, επίσης, ότι από τον περασμένο Οκτώβριο, η Κυβέρνηση έχει ξεκινήσει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη ναυτιλία που περιλαμβάνει 35 δράσεις με χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους, ενώ, ανάμεσα σε άλλους στόχους, χρηματοδοτείται μαζί με την ΕΕ, το Κυπριακό Ναυτιλιακό Ινστιτούτο που αφορά την έρευνα, την καινοτομία και την τεχνολογία στον τομέα αυτό.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρθηκε εκτενώς στις ενέργειες της Κυπριακής Κυβέρνησης για ανάπτυξη και ενίσχυση του τομέα της ναυτιλίας, σημειώνοντας τις δράσεις με στόχο την αύξηση των θέσεων εργασίας.
Αναφερόμενος στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις επιπτώσεις της και στον τομέα της ναυτιλίας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σημείωσε ότι η Κύπρος ούσα θύμα της τουρκικής εισβολής, αμέσως συμφώνησε στην υιοθέτηση στοχευμένων κυρώσεων κατά τις Ρωσίας σε μια προσπάθεια να ανατραπούν οι ενέργειες της και να επιστρέψει στον διάλογο.
Πρόσθεσε ότι αυτές οι στοχευμένες κυρώσεις δεν θα πρέπει να είναι σοβαρότερες για κράτη μέλη σε ζωτικούς τομείς της οικονομίας τους, παρά για τη Ρωσία, σημειώνοντας παράλληλα πως θα πρέπει επίσης να αποτρέπουν τη δημιουργία συνθηκών αθέμιτου ανταγωνισμού ανάμεσα σε κράτη μέλη της ΕΕ και τρίτες χώρες.