Σε 18 εκλογικές χρονιές, από το 1974 μέχρι και το 2019, το Χρηματιστήριο καταγράφει 13 θετικές ετήσιες αποδόσεις, έναντι 5 πτωτικών. Έτσι αποδεικνύεται ότι το Χρηματιστήριο της Αθήνας έχει σαφώς καλύτερη συμπεριφορά τις χρονιές των εκλογών σε σχέση με εκείνες όπου δεν υπήρξε προσφυγή στις κάλπες.
Όλα αυτά βέβαια με βάση τις επιδόσεις του κεντρικού χρηματιστηριακού δείκτη, την κίνηση του οποίου όμως, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, δεν ακολουθούν όλες ανεξαιρέτως οι μετοχές.
Επίσης, ο βασικός χρηματιστηριακός δείκτης έχει υποστεί πάρα πολλές μεταβολές στη σύνθεσή του κατά τη διαδρομή του από τις 133,77 μονάδες στο ξεκίνημα του 1974, έως τις 929,79 μονάδες που έκλεισε την περσινή χρονιά.
Η φετινή χρονιά έχει μια άλλη πολιτική ιδιαιτερότητα, αφού με βάση όλα τα μέχρι τώρα δημοσκοπικά ευρήματα θα υπάρξει διπλή προσφυγή στις κάλπες. Κάτι αντίστοιχο έχει συμβεί άλλες τρεις φορές στο μεταπολιτευτικό παρελθόν, στις δύο από τις οποίες ο Γενικός Δείκτης κατέγραψε ισχυρή άνοδο (64,89% το 1989 και 33,42% το 2012), ενώ το 2015 στιγματίστηκε με πτώση 23,56%.
Στη διάρκεια της περσινής χρονιάς η ελληνική αγορά κατάφερε να κάνει διακριτή την παρουσία της στο διεθνές περιβάλλον, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον των ισχυρών επενδυτικών κεφαλαίων. Σε μια περίοδο άκρως προβληματική και ζημιογόνα για τις μετοχικές αξίες διεθνώς, ο αθηναϊκός «ναός» του χρήματος κινήθηκε ανοδικά, κάτι που πέτυχαν μόλις 10 ανάμεσα σε 37 ευρωπαϊκές αγορές. Με την Ελλάδα να είναι στην τέταρτη θέση των αποδόσεων (4,08%).
Με χρηματιστηριακούς όρους, μια παρατεταμένη προεκλογική αναμονή θεωρείται δύσκολο να απελευθερώσει επενδυτικές δυνάμεις και πιθανότατα θα συντηρήσει την αβεβαιότητα. Ειδικά μάλιστα αν παραμείνει επισφαλής και η κατάσταση στις μεγάλες διεθνείς αγορές. Αν και παραδοσιακά το πρώτο δίμηνο της χρονιάς θεωρείται καλό για τα χρηματιστήρια, αυτό είναι κάτι που μένει να επιβεβαιωθεί.
Τι έγινε το 2019
Στην τελευταία εκλογική χρονιά, που ήταν το 2019, ο Γενικός Δείκτης ενισχύθηκε θεαματικά κατά 49,47%. Το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό ανόδου (45,8%) κατεγράφη από το ξεκίνημα του έτους μέχρι τις εκλογές (7 Ιουλίου), με την αγορά να προεξοφλεί την έλευση της φιλοεπενδυτικής κυβέρνησης Μητσοτάκη. Μέσα σε ένα γενικότερα πολύ καλό κλίμα για τα χρηματιστήρια διεθνώς.
Εκλογικές χρονιές με κέρδη για το χρηματιστήριο ήταν επίσης το 1977, το 1985, το 1989, το 1990, το 1993, το 1996, το 2004, το 2007, το 2009, αλλά και το 2012. Στην τελευταία αυτή χρονιά η σχηματισθείσα κυβέρνηση Σαμαρά (με Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ), από τη δεύτερη στη σειρά εκλογική αναμέτρηση, απομάκρυνε τον εφιάλτη της εξόδου της χώρας από το ευρώ, δίνοντας ώθηση στις μετοχές.
Η χρονιά με τα μεγαλύτερα κέρδη
Η χρονιά με τα μεγαλύτερα κέρδη (102,86%) ήταν αυτή του 1990 που έφερε στην εξουσία την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η οποία έτυχε της στήριξης του βουλευτή Θόδωρου Κατσίκη για να εξασφαλίσει τη δεδηλωμένη των 151 από τους 300 της Βουλής.
Το εξαιρετικά θερμό κλίμα για τις μετοχές που κυριαρχούσε διεθνώς, σε συνδυασμό με τις προσδοκίες ανάληψης από την Αθήνα των Ολυμπιακών Αγώνων του 1996 προκάλεσε αγοραστική έξαρση. Κατά κύριο λόγο από ιδιώτες Έλληνες επενδυτές, οι οποίοι πολλαπλασίασαν την παρουσία τους στο Χρηματιστήριο της Αθήνας.
Ο Γενικός Δείκτης ξεκίνησε το 1990 από τις 459,43 μονάδες και μέχρι τις εκλογές της 8ης Απριλίου είχε αναρριχηθεί στις 671,99 μονάδες καταγράφοντας άνοδο 46,3%. Με εμπροσθοφυλακή τα «χαρτιά» των κατασκευαστικών εταιρειών η χρηματιστηριακή κούρσα συνεχίστηκε και στις 5 Ιουλίου η αγορά έφτασε στην τότε ιστορική κορυφή των 1.684,31 μονάδων. Σημειώνοντας άνοδο 150,6% στο βραχύβιο μετεκλογικό διάστημα και… 266,6% από την αρχή του έτους. Μεγαλύτερη και από εκείνη του 1999…
Ωστόσο, αρχικά η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ (που προκάλεσε μεγάλη «βουτιά» στις διεθνείς αγοράς) και η εν συνεχεία ανάθεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ατλάντα και όχι στην Αθήνα, έφεραν το βίαιο ξεφούσκωμα των τιμών. Καθώς από το ιστορικό του ρεκόρ ο Γενικός Δείκτης υποχώρησε κατά 44,7%, για να κλείσει εκείνη τη θυελλώδη χρονιά στις 932 μονάδες. Με τη χρηματιστηριακή αξία των 145 εταιρειών (26 νέες εισαγωγές) να διαμορφώνεται στο ισοδύναμο των 9,1 δισ. ευρώ, ενισχυμένη κατά 4,2 δισ. ευρώ.
Το 1990 χαρακτηρίστηκε από το μαζικότερο ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στα χρόνια της μεταπολίτευσης από την πλευρά των ιδιωτών Ελλήνων επενδυτών. Ανοίγοντας επίσης τον δρόμο για τη συστηματική πλέον παρακολούθηση του Χρηματιστήριου από τα μέσα ενημέρωσης.
Η χειρότερη χρονιά
Στον αντίποδα, η χειρότερη εκλογική χρονιά ήταν εκείνη του έτους 2000 όπου ο Γενικός Δείκτης έχασε το 38,77% της αξίας του. Στον απόηχο του σκασίματος της μεγάλης φούσκας του 1999, όταν οι 294 εταιρείες του Χρηματιστηρίου είχαν φτάσει να τιμολογούνται στα εξωπραγματικά επίπεδα των 212 δισ. ευρώ.