Το 2019, τα ορυκτά καύσιμα αποτελούσαν το 71% της ακαθάριστης διαθέσιμης ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) των 27 κρατών μελών, το 91,53% στην Κύπρο (από 91,79 το 2018 και 96,28% το 2010) και το 85,68% στην Ελλάδα (από 85,85% το 2018 και 91,37 το 2010) , σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Eurostat, η στατιστική υπηρεσία της ΕΕ.
Αυτό το ποσοστό έχει μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω της αύξησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Από το 1990, το πρώτο έτος για το οποίο διατίθενται δεδομένα, το ποσοστό των ορυκτών καυσίμων που χρησιμοποιείται στην ΕΕ μειώθηκε κατά 10,9 εκατοστιαίες μονάδες.
Αναλυτικά, το 2019, η Μάλτα (97%) ήταν το κράτος μέλος της ΕΕ με το υψηλότερο μερίδιο ορυκτών καυσίμων στην ακαθάριστη διαθέσιμη ενέργεια ακολουθούμενη από την Κύπρο και τις Κάτω Χώρες (και οι δύο 92%), την Πολωνία (90%), την Ιρλανδία (89%), την Ελλάδα (86%) και Λουξεμβούργο (82%). Τα περισσότερα από τα άλλα κράτη μέλη είχαν μερίδια μεταξύ 60% και 80%. Μόνο η Σουηδία (32%), η Φινλανδία (43%) και η Γαλλία (50%) είχαν μερίδια κάτω του 60%.
Τα τελευταία 10 χρόνια στην ΕΕ, μόνο η Λιθουανία αύξησε το μερίδιό της στα ορυκτά καύσιμα στην ακαθάριστη διαθέσιμη ενέργεια κατά 10 μονάδες (από 56% το 2009 σε 66% το 2019). Η μεγαλύτερη μείωση κατά 19 μονάδες μετρήθηκε στη Δανία (83% έως 64%), ακολουθούμενη από την Εσθονία (86% έως 73%) και τη Φινλανδία (56% έως 43% από 13 μονάδες).
Σε σύγκριση με το 2018, το 2019, μόνο δύο κράτη μέλη της ΕΕ, η Λετονία και η Αυστρία, αύξησαν το μερίδιό τους στα ορυκτά καύσιμα στην ακαθάριστη διαθέσιμη ενέργεια, το καθένα κατά μια μονάδα, οκτώ κράτη παρέμειναν στα ίδια επίπεδα. Μεταξύ των άλλων χωρών, οι μεγαλύτερες μειώσεις ήταν στην Εσθονία με 12 μονάδες, στη Σλοβακία με 4 και ακολουθούν Βέλγιο και Δανία με 3 μονάδες.