Της Νατάσας Στασινού
Η εκρηκτική άνοδος στις τιμές της ενέργειας «καίει» νοικοκυριά και επιχειρήσεις και αναγκάζει τις κυβερνήσεις ανά την Ευρώπη να λάβουν νέα μέτρα στήριξης, αλλά και να αναζητήσουν λύσεις σε κοινοτικό επίπεδο. Σε αναθεώρηση της στρατηγικής τους υποχρεώνονται και οι κεντρικές τράπεζες υπό τον φόβο του υψηλού πληθωρισμού. Οι επόμενες κινήσεις τους θα κριθούν ωστόσο εν πολλοίς και από την απάντηση στο ακόλουθο ερώτημα: Πόσο θα διαρκέσει η ενεργειακή κρίση; Οι αναλυτές του οίκου Moody’s εκτιμούν ότι η γηραιά ήπειρος δεν θα αποφύγει έναν βαρύ για την τσέπη των καταναλωτών χειμώνα. Ωστόσο οι τιμές πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα θα αρχίσουν να υποχωρούν από την άνοιξη του 2022, οδηγώντας χαμηλότερα και εκείνες άλλων βασικών αγαθών και υπηρεσιών.
Τι προκάλεσε την εκρηκτική άνοδο
Ας δούμε όμως πώς φτάσαμε εδώ: Η ταυτόχρονη αύξηση των τιμών στα εμπορεύματα ενέργειας ανά τον πλανήτη είναι αποτέλεσμα της ταχύτατα αυξανόμενης ζήτησης καθώς οι δοκιμαζόμενες από την Covid-19 οικονομίες πατούν το κουμπί της επανεκκίνησης. Με την προσφορά να μην αυξάνεται με τους ίδιους ρυθμούς, το έλλειμμα στην αγορά γίνεται αισθητό. H αναντιστοιχία προσφοράς – ζήτησης έχει ως αποτέλεσμα τα αποθέματα στην Ευρώπη να είναι στο 77% της δυναμικής τους, πολύ χαμηλότερα δηλαδή από το 88% που ήταν ο μέσος όρος της τελευταίας 5ετίας, για τους φθινοπωρινούς μήνες.
Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που ο πλανήτης αντιμετωπίζει έναν συνδυασμό αυξημένης ζήτησης και περιορισμένης προσφοράς. Είναι κάτι που το έχουμε ζήσει επανειλημμένα τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά η άνοδος των τιμών παρέμενε σχετικά υπό έλεγχο. Γιατί λοιπόν σήμερα φτάσαμε σε τόσο δραματικές ανατιμήσεις; Αυτό που διαφέρει αυτή τη φορά είναι ότι ο
πλανήτης διανύει παράλληλα μία από τις πιο φιλόδοξες και δραστικές αλλαγές στο ενεργειακό σύστημα από την εποχή του ηλεκτρισμού. Πρόκειται για τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές.
Η μετάβαση αυτή στην «καθαρή» ενέργεια δεν είναι μόνο αναγκαία για τη βιωσιμότητα του πλανήτη. Έχει σχεδιαστεί για να καταστήσει τα ενεργειακά συστήματα πιο «ανθεκτικά» όχι πιο ευάλωτα και να προσφέρει στους καταναλωτές χαμηλότερες όχι αυξημένες τιμές. Αυτό όμως θα συμβεί όταν η διαδικασία θα βαίνει προς την ολοκλήρωσή της.
Μέχρι τότε θα είναι μία μακρά, κάποιες φορές επίπονη διαδικασία που «στοιχίζει». Για αυτό και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να βρουν τρόπους να «μοιράσουν» το κόστος ώστε να αποφευχθεί ένα ντόμινο χρεοκοπιών ιδιωτικών παρόχων ή ένα τσουνάμι απλήρωτων λογαριασμών.
«Αυτό που ζούμε είναι ένα προειδοποιητικό μήνυμα για το πόσο περίπλοκη θα είναι η ενεργειακή μετάβαση» έχει επισημάνει ο ο Ντάνιελ Γιέργκιν, από τους κορυφαίους αναλυτές στην αγορά ενέργειας και συγγραφέας του βιβλίου «The New Map: Energy, Climate and the Clash Nations». Έχει δε εξηγήσει ότι καθόλη τη διάρκεια των θεμελιωδών αλλαγών το ενεργειακό σύστημα θα παραμένει «επιρρεπές σε σοκ».
Σύμφωνα με τον Moody’s, η εκτίναξη των τιμών αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την πτώση των επενδύσεων στην παραγωγή όλων των ειδών των ορυκτών καυσίμων, η οποία και περιορίζει τη δυνατότητα της ενεργειακής βιομηχανίας να ανταποκριθεί άμεσα σε μία ραγδαία αύξηση της ζήτησης. Η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας βεβαίως δεν μπορεί να ανακοπεί. Αντιθέτως θα πρέπει να επιταχυνθεί, αφού η κλιματική κρίση έρχεται να θέσει επιπλέον εμπόδια όπως έδειξαν οι τελευταίοι μήνες, με την παραγωγή αιολικής και υδροηλεκτρικής ενέργειας να δέχεται πλήγμα σε αρκετές περιοχές.
Πότε θα αρχίσει η πτώση των τιμών
Το τελευταίο τρίμηνο οι τιμές του πετρελαίου μπρεντ αυξήθηκαν κατά 20% πάνω από τα 80 δολάρια το βαρέλι, ενώ εκείνες του φυσικού αερίου κινούνται σε υψηλά πολλών ετών, έχοντας υπερδιπλασιαστεί στην Ασία και την Ευρώπη και έχοντας αυξηθεί κατά περισσότερο από 50% στις ΗΠΑ.
«Περιμένουμε οι τιμές του φυσικού αερίου και του θερμικού άνθρακα να υποχωρήσουν το 2022, καθώς αρκετοί από τους παράγοντες, που προκάλεσαν την εκτίναξή τους δεν θα επιμείνουν μετά τον επικείμενο χειμώνα στο Βόρειο Ημισφαίριο» αναφέρουν οι αναλυτές του οίκου. Με τα αποθέματα σε ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα σε Ευρώπη και Ασία οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν ήδη ενσωματώσει ένα «πρίμιουμ ψυχρού χειμώνα» και επομένως δεν αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, εξηγούν.
Προϋπόθεση για τα παραπάνω είναι, ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Moody’s να αυξήσουν την προσφορά τους και οι χώρες εκτός ΟΠΕΚ και να πραγματοποιηθούν μεσοπρόθεσμα επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα που μπορούν να λειτουργήσουν ως «γέφυρα» στην ενεργειακή μετάβαση και κυρίως στο φυσικό αέριο.
Με την παραπάνω εκτίμηση συμφωνεί εν πολλοίς και η Oxford Economics, που σε πρόσφατη ανάλυσή της ανέφερε ότι θα δούμε φως στο τούνελ της ενεργειακής κρίσης από τον Μάρτιο του 2022 και έπειτα.
ΠΗΓΗ: naftemporiki.gr