Στο Συνέδριο «Ενεργειακή Ασφάλεια και Πράσινη Ανάπτυξη», που διοργανώθηκε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας της Ελλάδας μεταξύ 27-29 Νοεμβρίου 2023 στην Αθήνα, παρευρέθηκε ο Πρόεδρος της ΡΑΕΚ Δρ. Ανδρέας Πουλλικκάς . Το συνέδριο άνοιξε με κεντρική ομιλία ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας της Ελλάδας Θεόδωρος Σκυλακάκης, ενώ ανάμεσα στους ομιλητές ήταν πρεσβευτές διαφόρων χωρών, εμπειρογνώμονες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ακαδημαϊκοί και εκπρόσωποι από την επιχειρηματική κοινότητα.
Στα πλαίσια του Συνεδρίου, ο Δρ. Πουλλικκάς προσκλήθηκε ως επίτιμος ομιλητής στην πρώτη Ενότητα με τίτλο «Ενεργειακή Ασφάλεια σε ένα Διεθνώς Ασταθές Περιβάλλον», όπου είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί επί του ερωτήματος κατά πόσο μπορούν τα αποθέματα φυσικού αερίου στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου καθώς επίσης και το ανανεώσιμο δυναμικό της περιοχής, να βοηθήσουν την Κύπρο να ξεπεράσει τα μειονεκτήματα του απομονωμένου ενεργειακά κράτους, να καταστεί ενεργειακός κόμβος και να συνεισφέρει στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.
Ξεκινώντας την τοποθέτησή του ο Δρ. Πουλλικκάς ανέφερε ότι το διεθνές ενεργειακό περιβάλλον έχει αλλάξει ως αποτέλεσμα της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία. Η παγκοσμιοποίηση, όπως την ξέρουμε, έχει τελειώσει. Έχει αλλάξει μορφή και το νέο ενεργειακό τοπίο θα προσθέσει νέους κινδύνους, αλλά και νέες ευκαιρίες. Οι αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν διαχωριστεί σε τρία μεγάλα μπλοκ, όπως η Ρωσία-Κίνα-Ινδία, η Δύση, και η Μέση Ανατολή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μετατοπίσει το ενδιαφέρον της προς την ενεργειακή μετάβαση, με τη χρήση καθαρών πηγών ενέργειας και στόχο την εγκατάσταση και λειτουργία περισσοτέρων από 700 γιγαβάτ ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2030. Η ενεργειακή μετάβαση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην απόσυρση ενεργειακών τεχνολογιών, με βάση τον άνθρακα και στην εξάρτηση από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, συστήματα αποθήκευσης, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, κατανεμημένους ενεργειακούς πόρους, και την απόκριση ζήτησης.
Ωστόσο, το ενεργειακό τοπίο παραμένει πολύ ρευστό και είναι αφελές να υποθέσουμε ότι η μετάβαση σε καθαρές πηγές ενέργειας θα είναι ομαλή και γρήγορη. Η μεταβατική φάση είναι ακόμη πιο ασταθής και η ΕΕ πρέπει να ενισχύσει την ανθεκτικότητα του ενεργειακού της συστήματος επιταχύνοντας τα έξυπνα ενεργειακά συστήματα και τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στην αποθήκευση ενέργειας, αυξάνοντας την εξοικονόμηση ενέργειας και επιταχύνοντας την ανάπτυξη της αγοράς υδρογόνου στην Ευρώπη για να επιτύχει το στόχο της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050.
Ο Δρ. Πουλλικκάς ανέφερε ότι σήμερα στην Κύπρο βρίσκονται σε λειτουργία περίπου 606 μεγαβάτ φωτοβολταϊκών συστημάτων, 157 μεγαβάτ αιολικών συστημάτων και 13 μεγαβάτ συστημάτων βιομάζας, δηλαδή, σύνολο εγκατεστημένης ισχύος ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ηλεκτρισμού 776 μεγαβάτ και σύνολο εγκατεστημένης ισχύος συμβατικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής 1488 μεγαβάτ. Δηλαδή το 34% της εγκατεστημένης ισχύος αφορά συστήματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ηλεκτρισμού. Όσον αφορά τη συνεισφορά των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ηλεκτρισμού στην τελική ετήσια κατανάλωση ηλεκτρισμού το 2022 έχει φτάσει στο 17.2% και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω το 2023, καθώς επίσης και στα επόμενα χρόνια.
Ο πρόεδρος της ΡΑΕΚ συμπλήρωσε ότι η Κύπρος για να μπορέσει να καταστεί κλιματικά ουδέτερη χρειάζεται περιφερειακή συνεργασία, αφού οι ενεργειακοί πόροι της Νοτιοανατολικής Μεσογείου παρουσιάζουν ένα συνδυασμό των κοιτασμάτων φυσικού αερίου και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτός ο συνδυασμός αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα της περιοχής. Μέχρι την ολοκλήρωση της ενεργειακής μετάβασης τα αποθέματα φυσικού αερίου στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου μπορούν να αποτελέσουν μια μεταβατική λύση για την εξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο. Παράλληλα, οι χώρες της Νοτιοανατολικής Μεσογείου μαζί και η Κύπρος μπορούν να πρωτοπορήσουν στην οικονομία του υδρογόνου, να καταστούν κλιματικά ουδέτερες και παράλληλα εξαγωγικές χώρες αειφόρου ενέργειας προς την ΕΕ.
Αυτό θα μπορούσε να γίνει κατορθωτό με την κατάρτιση κοινού μακροπρόθεσμου στρατηγικού πλάνου με ορίζοντα πέραν του 2060 που θα λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων: (α) την σύνδεση των Νοτιοανατολικών χωρών της Μεσογείου με τις Ευρωπαϊκές χώρες μέσω ηλεκτρικών διασυνδέσεων, (β) την σύνδεση των Νοτιοανατολικών χωρών της Μεσογείου με τις Ευρωπαϊκές χώρες μέσω αγωγών ή/και εικονικών αγωγών φυσικού αερίου (ή/και υδρογόνου), (γ) την ένταξη αειφόρων ενεργειακών τεχνολογιών σε όλες τις χώρες της Νοτιοανατολικής Μεσόγειου, (δ) τη χρήση του υδρογόνου μετά το 2030, το οποίο θα παράγεται από το φυσικό αέριο και μακροπρόθεσμα από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, (ε) την εξαγωγή αειφόρου ηλεκτρισμού προς τις Ευρωπαϊκές χώρες, και (στ) την εξαγωγή υδρογόνου προς τις Ευρωπαϊκές χώρες.