Η οικονομία της Ευρωζώνης δεν μπορεί να αντέξει νέα μείωση των προμηθειών φυσικού αερίου, προειδοποίησαν ερευνητές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εξηγώντας πως μια τέτοια εξέλιξη θα μείωνε την την οικονομική δραστηριότητα στην περιοχή και θα επιδείνωνε το πλήγμα από τις ήδη υψηλές τιμές της ενέργειας.
Επιχειρήσεις και νοικοκυριά «νιώθουν» ήδη το υψηλότερο κόστος ενέργειας μετά την αντιπαράθεση της Δύσης με τη Ρωσία για την Ουκρανία που οδήγησε τις τιμές του φυσικού αερίου στα ύψη. Οι διπλωματικές προσπάθειες συνεχίζονται και η Ρωσία αρνείται ότι σχεδιάζει να επιτεθεί, ωστόσο, οποιαδήποτε κλιμάκωση της ένταση κινδυνεύει να επιδεινώσει την κρίση.
Στο μεταξύ, η ανακοίνωση της Ρωσίας ότι ορισμένα από τα στρατεύματά απομακρύνονται από τα ουκρανικά σύνορα και επιστρέφουν στις βάσεις τους, οδήγησαν σε μείωση τις τιμές της ενέργειας την Τρίτη.
Ο άμεσος και έμμεσος αντίκτυπος ενός υποθετικού κλονισμού κατά 10% στη διανομή αερίου στον εταιρικό τομέα εκτιμάται ότι θα μειώσει την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της Ευρωζώνης κατά περίπου 0,7%, σύμφωνα με μελέτη της ΕΚΤ που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη.
Η Σλοβακία, η Αυστρία και η Πορτογαλία θα δεχθούν το μεγαλύτερο πλήγμα, ενώ η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο θα έχουν σχετική «ανοσία», ανέφεραν οι ερευνητές.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η τρέχουσα αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου θα μπορούσε να μειώσει την παραγωγή της Ευρωζώνης κατά 0,2% μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους. Η κορύφωση της επίπτωσης αναμένεται το πρώτο τρίμηνο.