Ο οίκος αξιολόγησης S&P Global Ratings επιβεβαίωσε τη μακροπρόθεσμη και βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική αξιολόγηση της Τράπεζας Κύπρου στο “Β+/B”, διατηρώντας την προοπτική θετική, ανοίγοντας πόρτα αναβάθμισης, εφόσον οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το μακροοικονομικό περιβάλλον, την παρατεταμένη περίοδο υψηλού πληθωρισμού και τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι διαχειρίσιμοι.
Σύμφωνα με τον οίκο, παρά την πρόοδο στην εξυγίανση του ισολογισμού της τράπεζας και την σταδιακή ενίσχυση της κεφαλαιοποίησής της, εντούτοις, παρά την περιορισμένη έκθεση, οι στενοί οικονομικοί δεσμοί της Κύπρου με τη Ρωσία σε συνδυασμό με επιδεινούμενο μακροοικονομικό περιβάλλον και τον παρατεταμένο πληθωρισμό, «καθιστούν τις δυνητικές επιπτώσεις στην πιστωτική ποιότητα αβέβαιες».
Τονίζει, ωστόσο, πως η προοπτική παραμένει θετική «αντανακλώντας την πιθανότητα μιας αναβάθμισης αν οι οικονομικοί κίνδυνοι θεωρηθούν διαχειρίσιμοι και έχουμε περισσότερη βεβαιότητα ότι η πρόσφατη βελτίωση του προφίλ ρίσκου της τράπεζας είναι διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμα».
Σύμφωνα με τον οίκο, η επιβεβαίωση της αξιολόγησης αντικατοπτρίζει τις σημαντικές βελτιώσεις που πέτυχε η Τράπεζα Κύπρου και ειδικότερα στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία μειώθηκαν κατά ένα σωρευτικό 95% από την κορύφωσή τους το 2014, μέσω ενός μείγματος πωλήσεων ΜΕΔ και οργανικής μείωσης.
Στις 31 Μαρτίου του 2022, τα ΜΕΔ αντιστοιχούσαν στο 6,5% των συνολικών δανείων, προσαρμοσμένων για την τελευταία πώληση πακέτου ΜΕΔ (Helix 3) σε σύγκριση με 30% στο τέλος του 2019. Ως αποτέλεσμα, λέει ο S&P, η Τράπεζα Κύπρου, «εισέρχεται σε μια πιο δύσκολη περίοδο σε ισχυρότερη θέση σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν».
Ωστόσο, όπως ισχύει και με άλλες τράπεζες η Τράπεζα Κύπρου δεν θα είναι απρόσβλητη στις έμμεσες επιπτώσεις ενός παρατεταμένου πληθωρισμού και υψηλών ενεργειακών τιμών, λέει ο οίκος, προσθέτοντας ότι κατά την εκτίμησή του, κάποια επιδείνωση στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού εν τέλει θα προκύψει.
Επικαλείται τις ισχυρότερες – σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ- σχέσεις της Κύπρου με τη Ρωσία στον τουριστικό και επιχειρηματικό τομέα, σημειώνοντας ότι «συνεπώς ότι η οικονομική πίεση που βιώνει η Ρωσία θα μπορούσε κάπως να επηρεάσει την ανάκαμψη του τουριστικού τομέα του νησιού».
Σημειώνει ότι η Τράπεζα Κύπρου έχει αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις από την πανδημία του κορωνοϊού, καθώς μόνο το 4% των δανείων που τέθηκαν στο μορατόμιουμ καταβολής δόσεων παρουσιάζουν κάποιες καθυστερήσεις και λιγότερο από 1% των δανείων ταξινομήθηκαν στο στάδιο 3 του προτύπου IFRS 9. Επισημαίνει ωστόσο ότι αναμένει ότι τα δάνεια στο στάδιο 2 (περίπου το 19%) θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή περαιτέρω επιδείνωσης της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού αν χειροτερεύσουν οι μακροοικονομικές συνθήκες.
Ο S&P θεωρεί επίσης ότι η επαρκής κεφαλαιοποίηση παρέχει περιθώριο για ανάπτυξη, αφού ύστερα από επτά χρόνια μείωσης του κινδύνου στον ισολογισμό της και μείωσης των προβληματικών περιουσιακών στοιχείων υψηλού κινδύνου, η κεφαλαιοποίηση της τράπεζας έχει ενισχυθεί.
Θεωρεί επίσης ότι η κεφαλαιοποίηση της τράπεζας στη βάση κεφαλαιακού δείκτη προσαρμοσμένου επί του κινδύνου (RAC) η οποίος μετά το Helix 3 ανέβηκε στο 8,1%, «θα παραμείνει με διατηρήσιμο τρόπο πάνω από 7% τους επόμενους 18 μήνες, παρέχοντας περιθώριο στην τράπεζα να επεκτείνει με ήπιο τρόπο το δανειακό της χαρτοφυλάκιο».
Αναμένει ακόμη ότι η ποιότητα του κεφαλαίου της τράπεζας «θα συνεχίσει να συγκρίνεται ευνοϊκά με τις αντίστοιχες ελληνικές τράπεζες, οι οποίες, αντίθετα με την Τράπεζα Κύπρου, διατηρούν σημαντικά ποσά αναβαλλόμενης φορολογίας στα βιβλία τους».
Παράλληλα, ο οίκος εκτιμά ότι η μεγάλη ρευστότητα της τράπεζας μετριάζει τους δυνητικούς κινδύνους σε σχέση με εκροές κεφαλαίων που σχετίζονται με τη Ρωσία. Ειδικότερα, σημειώνει ότι τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία ύψους €10,2 δις στο τέλος Μαρτίου του 2022 – κυρίως στη μορφή καταθέσεων στην ΚΤ – σε συνδυασμό με κάλυψη του δανειακού της χαρτοφυλακίου από λιανικές καταθέσεις παρέχουν αρκετό περιθώριο για απορρόφηση δυνητικών εκροών καταθέσεων που σχετίζονται με Ρώσους πολίτες ή ρωσικές εταιρείες, «αν και αυτό δεν είναι το βασικό μας σενάριο». Επισημαίνει ακόμη ότι οι καταθέσεις στην Τράπεζα Κύπρου που σχετίζονται με τη Ρωσία περιορίζονται στο 6% των καταθέσεων πελατών, ποσοστό το οποίο ο οίκος θεωρεί διαχειρίσιμο.
Επιπρόσθετα, ο οίκος θεωρεί ότι η Τράπεζα Κύπρου θα βελτιώσει το κενό αποδοτικότητας με αντίστοιχες τράπεζες τους επόμενους 12 με 18 μήνες. Προσθέτει ότι η συνεχιζόμενες προσπάθειες για μείωση του κόστους μέσω σχεδίων εθελούσιας αποχώρησης και του ψηφιακού μετασχηματισμού θα αντισταθμίσουν κάπως τις πληθωριστικές πιέσεις και θα έχουν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή βελτίωση της «αδύναμης αποδοτικότητας» της τράπεζας. Ο οίκος αναμένει ότι μέχρι το τέλος του 2023, ο δείκτης κόστους προς έσοδα θα υποχωρήσει στο 63% από το 70%, όπως υπολογίστηκε από τον οίκο στο τέλος Μαρτίου.
Παράλληλα, ο S&P θεωρεί ότι η Τράπεζα Κύπρου θα επωφεληθεί περισσότερο από τις άλλες τράπεζες από την άνοδο των επιτοκίων, αφού περίπου το 95% του δανειακού χαρτοφυλακίου βασίζεται σε κυμαινόμενα επιτόκια. «Για να βελτιώσει με διατηρήσιμο τρόπο τα υποκείμενα αποτελέσματά της, η τράπεζα θα πρέπει να διατηρήσει τις προβλέψεις υπό έλεγχο, γιατί η ικανότητα αποπληρωμής των δανειοληπτών θα μπορούσε να τεθεί υπό πίεση και η κουλτούρα αποπληρωμής της Κύπρου είναι αδύναμη ειδικά σε καιρούς πιέσεων», συμπληρώνει ο οίκος.
Το σενάριο αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της Τράπεζας τους επόμενους μήνες διαλαμβάνει τη διατηρήσιμη βελτίωση του προφίλ κινδύνου. Αυτό θα μπορούσε να γίνει αν τα ΜΕΔ διατηρηθούν στα υφιστάμενα επίπεδα, παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας και του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, ενώ αναβάθμιση θα μπορούσε να προκύψει αν η τράπεζα βελτιώσει τις προοπτικές της υποκείμενης κερδοφορίας της.
Ο οίκος σημειώνει ότι θα μπορούσε να αναθεωρήσει προς τα κάτω την προοπτική της τράπεζας, αν διαφανεί ότι η πιστωτική ποιότητα είναι πιθανόν να επιδεινωθεί περισσότερο απ’ ότι αναμένεται. «Αυτό θα θέσει σε κίνδυνο τις προσπάθειες καθαρίσματος του ισολογισμού της από την προηγούμενη ύφεση», καταλήγει ο S&P.