Σε θετικές από σταθερές αναβαθμίζει ο οίκος αξιολόγησης Moody’s τις προοπτικές για τον ελληνικό κλάδο, σε σχετική του έκθεση για την πορεία των τραπεζών στην Ευρώπη ένα χρόνο περίπου μετά το ξέσπασμα της Covid-19.
Όπως επισημαίνει ο οίκος, οι προοπτικές για πέντε ευρωπαϊκά τραπεζικά συστήματα αλλάζουν πλέον σε σταθερές από αρνητικές, αντικατοπτρίζοντας ισχυρότερες οικονομικές συνθήκες καθώς η περιοχή ανακάμπτει από την πανδημία κορονοϊού. Αυτά τα τραπεζικά συστήματα αφορούν την Φινλανδία, την Ουγγαρία, τη Νορβηγία, την Πορτογαλία και τη Σλοβακία.
Παράλληλα, σε θετικές από σταθερές αναβαθμίζονται οι προοπτικές για τον ελληνικό και τον κυπριακό τραπεζικό κλάδο. Το γεγονός ότι ο οίκος προχωρά αυτή τη στιγμή σε μία τέτοια κίνηση, ξεχωρίζοντας ουσιαστικά την πρόοδο που έχουν σημειώσει οι ελληνικές τράπεζες, μαζί με τις κυπριακές, σε σχέση με το σύνολο του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος (αν και είναι πιο αδύναμες λόγω του υψηλού επίπεδου των NPEs), αποτελεί ένα πολύ ισχυρό μήνυμα για τις αγορές, καθώς ουσιαστικά σημαίνει ότι βρίσκονται στον δρόμο της αναβάθμισης της αξιολόγησής τους, παρά την πανδημία.
Όπως αναφέρει ο οίκος, αναμένει ότι οποιαδήποτε επιδείνωση του κινδύνου στο ενεργητικό των τραπεζών θα είναι μέτρια και ότι η κερδοφορία τους θα αυξηθεί καθώς οι ευρωπαϊκές οικονομίες ανακάμπτουν μετά από μια απότομη πτώση του πραγματικού ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας. Παρά τα πιο θετικά σημάδια, ωστόσο, όπως τονίζει, οι επιχειρηματικές συνθήκες θα παραμείνουν δύσκολες καθώς οι κυβερνήσεις σταδιακά αποσύρουν τη στήριξη και οι ευρωπαϊκές οικονομίες ανακάμπτουν με διαφορετικούς ρυθμούς.
Οι προοπτικές του τραπεζικού συστήματος αντιπροσωπεύουν την εκτίμηση της Moody’s για τις βασικές πιστωτικές συνθήκες που θα επηρεάσουν την πιστοληπτική ικανότητα των τραπεζών τους επόμενους 12-18 μήνες, όπως εξηγεί ο οίκος.
Οι θετικές προοπτικές για το κυπριακό και για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αντικατοπτρίζουν κυρίως τις προσδοκίες της Moody’s για περαιτέρω βελτιώσεις στη μείωση των υψηλών επιπέδων των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL), κυρίως μέσω των πωλήσεων και των τιτλοποιήσεων NPLs, καθώς και τη σταδιακή ενίσχυση της βασικής κερδοφορίας των τραπεζών από τη χαμηλή βάση στην οποία βρίσκονται.
Τέλος, όπως αναφέρει ο οίκος, και για τα 11 τραπεζικά συστήματα της Ευρώπης, οι βασικοί κίνδυνοι είναι η πιθανότητα άνισων οικονομικών ανακάμψεων σε περίπτωση νέων lockdowns, μαζί με τα αυξανόμενα προβληματικά δάνεια και τις πιθανές περαιτέρω μεγάλες ανάγκες προβλέψεων καθώς θα αποσύρεται σταδιακά η κρατική στήριξη.
Τι οδήγησε στην “ελληνική” αναβάθμιση
Πιο αναλυτικά, ειδικά για τη χώρα μας, η Moody’s επισημαίνει ότι η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα θα αυξηθεί το 2021-22, ανακάμπτοντας από τη συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 8,2% το 2020. Η σταδιακή διάθεση εμβολίων και η προοδευτική άρση των περιορισμών ταξιδιού θα ωφελήσουν τον τουριστικό τομέα ειδικότερα, ο οποίος είναι ένας από τους κύριους πυλώνες της οικονομίας της χώρας. Ταυτόχρονα, ο οίκος αναμένει αύξηση της εγχώριας ζήτησης και κατανάλωσης που θα τονώσει άλλους τομείς της οικονομίας και θα οδηγήσει στην αύξηση του ΑΕΠ σε περίπου 3,6% το 2021 και 5,7% το 2022, βελτιώνοντας τις επιχειρηματικές συνθήκες για τις τράπεζες.
Η ποιότητα του ενεργητικού θα παραμείνει αδύναμη, αλλά τα προβληματικά δάνεια θα μειωθούν. Ο οίκος αναμένει ότι τα NPEs στις ελληνικές τράπεζες θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα, αν και θα μειωθούν από το περίπου 36% των ακαθάριστων δανείων (ή 58,7 δισεκατομμύρια ευρώ) τον Σεπτέμβριο του 2020, βελτιώνοντας τη συνολική ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων. Οι ελληνικές τράπεζες σκοπεύουν να μειώσουν σημαντικά τα παλαιά NPEs τους, κυρίως μέσω τιτλοποιήσεων το 2021-22, κάτι που θα αντισταθμίσει περισσότερο την πιθανή αύξηση των NPEs λόγω της πανδημίας. Αναμένει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα προχωρήσουν σε πωλήσεις NPEs μεγάλης κλίμακας περίπου 17 δισ. ευρώ, κυρίως μέσω του “Ηρακλή”. Ταυτόχρονα, αναφέρει, η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι η πιθανή συσσώρευση νέων NPEs θα κυμαίνεται μεταξύ 8 και 10 δισ. ευρώ για τους επόμενους 12 έως 18 μήνες. Επιπλέον, οι ευνοϊκότερες οικονομικές συνθήκες και τα συνεχιζόμενα κυβερνητικά μέτρα στήριξης θα βοηθήσουν τις ελληνικές τράπεζες να μειώσουν περαιτέρω τα προβληματικά δάνεια τους μέσω της αναδιάρθρωσης και της ανάκαμψης.
Σε ό,τι αφορά τα κεφάλαια, ο οίκος σημειώνει ότι θα μειωθούν αλλά “συγκρατημένα”. Το ρυθμιστικό κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών θα παραμείνει πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις. Ωστόσο, αναμένεται κάποια πίεση στο βασικό τους κεφάλαιο το 2021-22, καθώς οι ζημίες από τιτλοποιήσεις / πωλήσεις NPE θα καταγραφούν στους ισολογισμούς των τραπεζών. Η σταδιακή εισαγωγή του διεθνούς προτύπου IFRS 9 θα επηρεάσει επίσης το ρυθμιστικό κεφάλαιο, αλλά ο αντίκτυπος θα αντισταθμιστεί εν μέρει από τα βελτιωμένα κέρδη. Παράλληλα, η Moody’s αναφέρει ότι ένα μεγάλο μέρος του βασικού κεφαλαίου των ελληνικών τραπεζών έχει τη μορφή αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC), υπονομεύοντας την ποιότητά του.
Κατά τον οίκο, η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών θα βελτιωθεί το 2021-2022 από μια χαμηλή βάση, καθώς ο αυξημένος δανεισμός, μεταξύ άλλων, θα ενισχύσει τα επαναλαμβανόμενα έσοδα, τόσο με τη μορφή καθαρών εσόδων από τόκους όσο και προμηθειών. Ταυτόχρονα, οι προβλέψεις για ζημιές από τα δάνεια θα είναι χαμηλότερες, εν μέρει λόγω της εμπροσθοβαρούς “φόρτωσης” των προβλέψεων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020, και εν μέρει λόγω των προσδοκιών για χαμηλότερα NPE. Τα κέρδη απόδοσης μέσω του κλεισίματος καταστημάτων, των μειώσεων προσωπικού και της ψηφιοποίησης θα στηρίξουν επίσης την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών κατά τους επόμενους 12 έως 18 μήνες.
Η χρηματοδότηση και η ρευστότητα θα παραμείνουν σε γενικές γραμμές σταθερές. Οι ελληνικές τράπεζες θα συνεχίσουν να κάνουν αυξημένη χρήση των φθηνών χρηματοδοτικών διευκολύνσεων της ΕΚΤ και, σε μικρότερο βαθμό, της διατραπεζικής αγοράς repo, όπως επισημαίνει η Moody’s. Ωστόσο, αναμένεται επίσης μια σταδιακή αύξηση του μη εξασφαλισμένου δανεισμού από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, όπως νέες εκδόσεις Tier 2 τίτλων. Οι καταθέσεις πελατών αυξήθηκαν σημαντικά το 2020 και θα συνεχίσουν να αυξάνονται το 2021-22, παρέχοντας μια φτηνή και σταθερή πηγή χρηματοδότησης. Παράλληλα, η ρευστότητα των τραπεζών θα παραμείνει επαρκής, όπως επισημαίνει.