Συνολικό ποσό εγγυητικού τέλους ύψους €59 εκ. θα καταβάλει η Τράπεζα Κύπρου στο κράτος μέχρι και το 2028, ως αντιστάθμισμα της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης της οποίας τυγχάνει για την απορρόφηση των περιουσιακών στοιχειών και υποχρεώσεων της πρώην Λαϊκής Τράπεζας, με βάση το σχετικό νομοσχέδιο που εξετάζει η επιτροπή Οικονομικών.
Σε περίπτωση μη ψήφισης της νομοθεσίας η Tράπεζα Κύπρου θα καταβάλει ποσό ύψους €6.2 εκ. για την ίδια χρονική περίοδο, σύμφωνα με απαντητική επιστολή του υπουργείου Οικονομικών, στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών.
Αναφέρεται επίσης, ότι το πιστωτικό ίδρυμα έχει αναγνωρίσει στις οικονομικές του καταστάσεις για το έτος 2019 «αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση» ύψους €417 εκ. Περαιτέρω, το οικονομικό έτος 2019 κατά την αρχική εφαρμογή του Νόμου το πιστωτικό ίδρυμα έχει προβεί σε πρόβλεψη καταβολής εγγυητικού τέλους προς το Κράτος €6.2 εκ.
Προστίθεται ότι το συνολικό ποσό πρόνοιας εγγυητικού τέλους στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις του 2021 του πιστωτικού ιδρύματος ανέρχεται σε €21,2 εκ.
Απαντώντας γραπτώς σε ερωτήσεις βουλευτών της Επιτροπής σημειώνει ότι μέχρι σήμερα δεν έχει χρησιμοποιηθεί η υπό αναφορά φορολογική απαίτηση έναντι φορολογικών υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος, ούτε έχει γίνει οποιαδήποτε καταβολή εγγυητικού τέλους από το πιστωτικό ίδρυμα προς το Κράτος, καθώς εκκρεμεί το θέμα ψήφισης του υπό αναφορά τροποιητικού νομοσχεδίου, το οποίο έχει προκύψει μετά από εξέταση του φορολογικού πλαισίου από τη ΓΔ Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Όσον αφορά το όφελος για την Τράπεζα, το υπουργείο Οικονομικών σημειώνει ότι το πραγματικό όφελος για το πιστωτικό ίδρυμα είχε αναγνωρισθεί κατά τη χρονική στιγμή της εξυγίανσης της Λαϊκής Τράπεζας το 2013 με τη δημιουργία της αναβαλλόμενης φορολογικής απαιτήσεις ύψους €417 εκ. ως εγγυημένο περιουσιακό στοιχείο.
Το υπουργείο Οικονομικών προώθησε στην επιτροπή Οικονομικών το αναθεωρημένο νομοσχέδιο, του νόμου περί Φορολογίας του Εισοδήματος το οποίο μεταξύ άλλων, προβλέπει ότι το πιστωτικό ίδρυμα καταβάλλει στη Δημοκρατία ετήσιο εγγυητικό τέλος για κάθε φορολογικό έτος από το 2022 και μετά, το οποίο καθορίζεται από τον Υπουργό Οικονομικών στο κατώτατο όριο του 1,5% του αποτελέσματος που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του Φορολογικού Συντελεστή µε τη σχετική Ετήσια ∆όση.
Προστίθεται ότι ο υπουργός Οικονομικών δύναται να αυξήσει το εγγυητικό τέλος, με ανώτατο όριο τα €10 εκ.
Το τέλος θα κοινοποιείται στο πιστωτικό ίδρυμα εντός έξι μηνών από το τέλος κάθε σχετικού φορολογικού έτους και θα καταβάλλεται εντός εννέα μηνών από το τέλος κάθε σχετικού φορολογικού έτους.