Σε καθεστώς αναθεώρησης με αρνητικές επιπτώσεις έθεσε ο οίκος DBRS τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση της UBS (ΑΑ low), μετά τη συμφωνία εξαγοράς της Credit Suisse.
Εξηγώντας το σκεπτικό, αναφέρει ότι η αξιολόγηση έρχεται μετά την ανακοίνωση της UBS ότι συμφωνεί να εξαγοράσει την Credit Suisse μετά την κρίση εμπιστοσύνης στην Credit Suisse που οδήγησε τις ελβετικές αρχές να συντονίσουν τις διαπραγματεύσεις μεταξύ της UBS και της Credit Suisse.
Στις 19 Μαρτίου 2023, η UBS ανακοίνωσε ότι θα εξαγοράσει πλήρως την Credit Suisse, μετά από στενό συντονισμό με την Ελβετική Εποπτική Αρχή Χρηματοοικονομικής Αγοράς (FINMA), την Ελβετική Συνομοσπονδία και την Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας (SNB).
Ο οίκος αναφέρει ότι οι μέτοχοι της Credit Suisse θα λάβουν μια μετοχή της UBS για κάθε 22,48 μετοχές της Credit Suisse η οποία ισοδυναμεί με 0,76 CHF (ελβετικά φράγκα) ανά μετοχή για συνολικά 3 δισεκατομμύρια CHF σύμφωνα με τους όρους της συναλλαγής όλων των μετοχών.
Η έκτακτη κρατική στήριξη που παρέχεται ως μέρος της συναλλαγής ενεργοποιεί την πλήρη απομείωση στο μηδέν από τη FINMA της ονομαστικής αξίας όλων των μέσων πρόσθετης βαθμίδας 1 (AT1) της Credit Suisse συνολικού ύψους περίπου 15,8 δισεκατομμυρίων CHF, και ως εκ τούτου οδηγεί σε αύξηση του βασικού κεφαλαίου, σημειώνει.
Αναφέρει ότι ενώ η UBS διαθέτει ισχυρά θεμελιώδη στοιχεία, η εξαγορά της Credit Suisse δημιουργεί σημαντικούς κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εκτέλεση της συγχώνευσης και αναφέρει συγκεκριμένα ότι τα περιουσιακά στοιχεία της Credit Suisse ισούνται με το 48% των περιουσιακών στοιχείων της UBS.
Προσθέτει ότι η Credit Suisse έχει έναν αριθμό εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων και λειτουργικών κινδύνων, ιδίως στον τομέα της επενδυτικής τραπεζικής και ότι η διοίκηση της τράπεζας πραγματοποιούσε ένα μεγάλο σχέδιο αναδιάρθρωσης, το οποίο μεταξύ άλλων προέβλεπε τη συρρίκνωση της επενδυτικής τραπεζικής.
Η εξαγορά, σημειώνει, υποστηρίζεται από τις ελβετικές αρχές, οι οποίες ανακοίνωσαν πρωτοφανή μέτρα στήριξης της εν λόγω συναλλαγής, όπως για παράδειγμα η παροχή σχεδόν απεριόριστης ρευστότητας.
Ο οίκος αξιολόγησης DBRS σε άλλη του ανακοίνωση αναφέρει ότι σε δήλωσή του ο Pablo Manzano, Αντιπρόεδρος της ομάδας DBRS Morningstar Global Financial Group σημειώνει ορισμένα σημαντικά στοιχεία από αυτήν την υπόθεση, τα οποία ισχύουν για όλα τα καθεστώτα εξυγίανσης.
«Πρώτον, η πολυπλοκότητα των καταστάσεων εξυγίανσης και μερικής εξυγίανσης κάνει την πραγματικότητα διαφορετική από τον θεωρητικό σχεδιασμό. Δεύτερον, ότι στις περιπτώσεις αυτές η ερμηνεία του νόμου από τις εθνικές αρχές θα μπορούσε να είναι διαφορετική από αυτή που προσδοκούν οι αγορές. Τρίτον, ότι οι στρατηγικές bail-in για Παγκόσμια Συστημικά Σημαντικές Τράπεζες (G-SIB) είναι δύσκολες», αναφέρει.
Από την πλευρά της, η Maria Rivas, Ανώτερη Αντιπρόεδρος της ομάδας DBRS Morningstar Global Financial Group σημειώνει ότι παρ’ όλα αυτά, «θεωρούμε ότι η απόφαση να επιβληθούν μεγαλύτερες ζημιές στους τίτλους AT1 από ό,τι στους μετόχους, δεν θα αποτελέσει προηγούμενο στην ΕΕ, στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στον Καναδά».
«Θεωρούμε ότι αυτά τα καθεστώτα εξυγίανσης είναι πιο ξεκάθαρα και οι αρχές ξεκαθάρισαν ότι οι τίτλοι AT1 είναι πάντα ανώτεροι από τα ίδια κεφάλαια», δήλωσε.