Η Credit Suisse κατηγορείται τώρα από Αμερικανούς νομοθέτες της Επιτροπής Προϋπολογισμούς της Γερουσίας ότι παρεμπόδισε μια έρευνα σχετικά με την εξυπηρέτηση πελατών και λογαριασμών Ναζί.
Οι ισχυρισμοί σχετίζονται με μια εσωτερική έρευνα που ξεκίνησε αφού το Κέντρο Simon Wiesenthal ενημέρωσε τον όμιλο το 2020 ότι είχε νέες πληροφορίες σχετικά με λογαριασμούς που συνδέονται με τους Ναζί. Ενώ η Credit Suisse συμφώνησε να διερευνήσει την υπόθεση, η τράπεζα καθιέρωσε ένα αδικαιολόγητα άκαμπτο και στενό πεδίο εφαρμογής, αρνήθηκε να ακολουθήσει νέα στοιχεία και αφαίρεσε τον ανεξάρτητο διαμεσολαβητή που την επέβλεπε, σύμφωνα με δήλωση της Επιτροπής Προϋπολογισμού της Γερουσίας των ΗΠΑ.
«Όταν πρόκειται για τη διερεύνηση των ναζιστικών θεμάτων, η δικαιοσύνη απαιτεί να μην αφήσουμε καμιά σκιά πάνω τοιυς», είπε ο γερουσιαστής Τσακ Γκράσλεϊ στη δήλωση. «Η Credit Suisse έχει αποτύχει μέχρι στιγμής να ανταποκριθεί σε αυτό το πρότυπο».
Οι κατηγορίες προσθέτουν στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η τράπεζα μετά την εξαγορά της από τη UBS.
Η διαμάχη για την εσωτερική έρευνα της Credit Suisse έρχεται περίπου ένα τέταρτο του αιώνα αφότου οι δύο μεγάλες ελβετικές τράπεζες κατέληξαν σε διακανονισμό 1,25 δισεκατομμυρίων δολαρίων με τα θύματα του Ολοκαυτώματος. Αυτή η συμφωνία διέλυσε τους ισχυρισμούς ότι οι τράπεζες απέτυχαν να επιστρέψουν περιουσιακά στοιχεία στους επιζώντες της γενοκτονίας του Χίτλερ και στους κληρονόμους των θυμάτων. Κάλυψε επίσης αξιώσεις θυμάτων των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία λεηλατήθηκαν από τους Ναζί και κατατέθηκαν σε ελβετικές τράπεζες.
Η έρευνα εντόπισε 21 λογαριασμούς από μια λίστα διαβόητων Ναζί υψηλού προφίλ που παρείχε η SWC, συμπεριλαμβανομένου ενός που ανήκε σε διοικητή των Ναζί που καταδικάστηκε στη Νυρεμβέργη και ενός άλλου που ανήκε σε διοικητή των SS που καταδικάστηκε, σύμφωνα με την Επιτροπή Προϋπολογισμού. Ο λογαριασμός του καταδικασμένου διοικητή παρέμεινε ανοιχτός μέχρι το 2002.