Ο οίκος αξιολόγησης Capital Intelligence (CI) αναβάθμισε την μακροχρόνια αξιολόγηση εκδότη σε ξένο νόμισμα (LT FCR) της Τράπεζας Κύπρου στο «ΒΒ» από «ΒΒ-» την αξιολόγηση BSR και το δείκτη Βασικής Χρηματοπιστωτικής Ευρωστίας (CFS) στο «bb» από «bb-», επικαλούμενος στις σημαντικές βελτιώσεις στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού και τον συνακόλουθο θετικό αντίκτυπο στα κεφάλαια και στην ικανότητα απορρόφησης ζημιών της τράπεζας.
Σύμφωνα με τον οίκο με έδρα τη Λεμεσό, σε ό,τι αφορά το λειτουργικό περιβάλλον η οικονομική επίδοση παρέμεινε ανθεκτική στο ενιάμηνο του 2022, παρά τις εξωγενείς δυσκολίες και αναμένεται να ανακάμψει περαιτέρω με την αύξηση των επενδύσεων και των καθαρών εξαγωγών το δεύτερο μισό του έτους, αντισταθμίζοντας μερικώς τον αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία και τον υψηλό πληθωρισμό.
Η καλή οικονομική επίδοση βελτίωσε το λειτουργικό περιβάλλον για τις τράπεζες σε σχέση με τους κινδύνους στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού, τις ευκαιρίες δανεισμού και την κερδοφορία, που αντανακλάται στην αναπροσαρμογή του δείκτη του ρίσκου του λειτουργικού περιβάλλοντος (OPERA).
Ο οίκος θεωρεί ότι η χρηματοδότηση και η ρευστότητα της τράπεζας συνεχίζουν να αποτελούν ένα ισχυρό σημείο για την τράπεζα, η οποία απολαμβάνει μιας καλά διαφοροποιημένης βάσης λιανικών καταθέσεων πελατών και έχει πολύ μικρή εξάρτηση από δανεισμό από επίσημους φορείς ή τη διατραπεζική αγορά (wholesale funding).
Σύμφωνα με τον CI, ακόμα ένα σημείο ευρωστίας είναι η σημαντική βελτίωση στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού, με σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων τα τελευταία τρία χρόνια λόγω πωλήσεων πακέτων ΜΕΔ, κυρίως στην PIMCΟ. Υπενθυμίζει πως με την ολοκλήρωση της συναλλαγής Helix 3 τον Νοέμβριο του 2022 ο δείκτης ΜΕΔ υποχώρησε σε μονοψήφιο αριθμό, βελτιώνοντας και την κερδοφορία της τράπεζας λόγω μικρότερης ανάγκης για προβλέψεις.
Σημειώνει, ωστόσο, ότι η τράπεζα παραμένει εκτεθειμένη στους ευμετάβλητους τομείς του τουρισμού και των ακινήτων, οι οποίοι είναι μια βασική πηγή των εναπομεινάντων ΜΕΔ, καθώς και των δανείων που βρίσκονται στο στάδιο 2.
Όπως αναφέρεται, οι αξιολογήσεις της τράπεζας στηρίζονται επίσης στο ότι είναι το μεγαλύτερο πιστωτικό ίδρυμα στην Κύπρο με ηγετικό μερίδιο αγοράς στον δανεισμό και μερίδιο πέραν του ενός τρίτου των καταθέσεων, ενώ ο μεγαλύτερος όγκος χρεώσεων από συναλλαγές, τα επαναλαμβανόμενα έσοδα από τις ασφαλιστικές εταιρείες έχουν ενισχύσει τα έσοδα από χρεώσεις και προμήθειες.
Ο οίκος προσθέτει επίσης ότι το σχέδιο εθελούσιας εξόδου μπορεί να οδήγησε σε μικρή ζημιά στο τρίτο τρίμηνο του έτους, αλλά θα μειώσει τα έξοδα προσωπικού από το 2023 και μετά και θα έχει θετικό αντίκτυπο στην λειτουργική κερδοφορία.
Σημειώνει ωστόσο ότι η καθαρή και λειτουργική κερδοφορία παραμένουν ακόμη χαμηλές ενώ ο δείκτης του κόστους προς έσοδα είναι υψηλός.
Ο CI εκτιμά ότι η Τράπεζα Κύπρου θα επωφεληθεί από την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ που θα οδηγήσει σε βελτιωμένο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο. Επισημαίνει ωστόσο ότι περαιτέρω εξοικονομήσεις κόστους θα είναι περιορισμένες, καθώς οι μισθοί των τραπεζικών είναι ιδιαίτερα υψηλοί, ενώ ο υψηλός πληθωρισμός μπορεί να πιέσει ανοδικά το λειτουργικό κόστος.
Συνεπώς θεωρούμε αβέβαιο το κατά πόσον η αναμενόμενη βελτίωση από τα υψηλότερα επιτόκια και τις ήδη επιτευχθείσες εξοικονομήσεις θα αντισταθμίσουν τον αντίκτυπο του πληθωρισμού και της υποτονικής αύξησης του δανεισμού, αναφέρεται. «Ως εκ τούτου η λειτουργική κερδοφορία παραμένει μια πιστωτική πρόκληση για την τράπεζα», καταλήγει ο οίκος.