Μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ιδιωτικό χρέος αποτελούν κίνδυνο για το κυπριακό τραπεζικό σύστημα εκτιμά ο Υπουργός Οικονομικών κ. Κωνσταντίνος Πετρίδης, ενώ αντιφάσεις στην αύξηση επιτοκίων για καταπολέμηση του πληθωρισμού, βλέπει ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος κ. Παύλος Ιωάννου, ο οποίος είπε ότι η αύξηση των επιτοκίων ίσως οδηγήσει σε αύξηση των δόσεων στα δάνεια κατά 14 – 17%.
Τα πιο πάνω προκύπτουν από τις εργασίες του 3ου Online Conference της εταιρείας FMW Financial Media Way, με τίτλο «Τραπεζικό σύστημα: Νέες προκλήσεις και ευκαιρίες», που πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία.
Το Συνέδριο συντόνισε ο Διευθύνων Σύμβουλος της FMW κ. Ιωσήφ Ιωσήφ, ο οποίος ανέφερε ότι η κερδοφορία επέστρεψε στις τράπεζες, καθώς η διαχείριση των πληγών του παρελθόντος άρχισε να φέρνει αποτελέσματα. Σημείωσε, όμως, ότι παραμένουν ακόμα ανοιχτά αρκετά θέματα, όπως η δυσκολία παροχής πιστώσεων, τα ΜΕΔ, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η εσωτερική αναδιάρθρωση και ο εκσυγχρονισμός των τραπεζών.
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εκ μέρους του Υπουργού Οικονομικών, διάβασε χαιρετισμό προς το Συνέδριο η Αυγή Λαπαθιώτη, Οικονομική Διευθύντρια Διεύθυνσης Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας, Υπουργείο Οικονομικών.
Στον χαιρετισμό του, ο Υπουργός είπε ότι διανύουμε ακόμα μια διεθνή οικονομική κρίση, ενώ η κυβέρνηση στηρίζει τα νοικοκυριά και τις ΜμΕ, με κονδύλια ύψους €350 εκ. μέχρι το τέλος του 2022, πέραν των €3 δισ. που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ανέφερε ότι η χώρα σημείωσε ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 6% το πρώτο εξάμηνο του 2022, ενώ επιτεύχθηκε και αναβάθμιση της κυπριακής οικονομίας από οίκους αξιολογήσεων.
Πρόσθεσε ότι η σύνδεση του τραπεζικού τομέα με την οικονομία είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς ένας υγιής τραπεζικός τομέας αποτελεί προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη οικονομίας.
Σημαντικότερος κίνδυνος για το κυπριακό τραπεζικό σύστημα είναι οι ΜΕΧ, που, όμως μειώθηκαν αισθητά, αφού μεταφέρθηκαν σε εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων. Σημείωσε ότι η ύπαρξη υψηλού ιδιωτικού χρέους επηρεάζει αρνητικά την παροχή νέων δανείων και την αύξηση του ΑΕΠ και της κερδοφορίας των τραπεζών, με αρνητικό αντίκτυπο στα δημόσια φορολογικά έσοδα.
Πρόσθεσε ότι είναι αξιοσημείωτη η πρόοδος στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου. «Μας ικανοποιεί η ενισχυμένη δυνατότητα των κυπριακών τραπεζών να προσφέρουν χρηματοδότηση». Τα νέα δάνεια δίνονται μετά από πολύ σωστή αξιολόγηση του δανειολήπτη να εξυπηρετήσει το δάνειο που αναλαμβάνει, είπε.
«Επικροτώ την ταχεία μετάβαση στη νέα ψηφιακή εποχή και τα προγράμματα επιμόρφωσης που προσφέρουν οι τράπεζες στους πολίτες», είπε.
Επιπρόσθετα, σημείωσε ότι η ΕΚΤ μας οδηγεί σε νέα εποχή νομισματικής πολιτικής, με τις τελευταίες αποφάσεις για αύξηση των επιτοκίων. Ο ρυθμός αύξησης του πληθωρισμού πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο, και σ’ αυτό στοχεύει η ΕΚΤ, σημείωσε ο Υπουργός.
Όπως είπε, η κυβέρνηση θα συνεχίσει την προσπάθεια, προκειμένου να διαμορφωθεί ακόμα πιο αξιόλογο πλαίσιο για το τραπεζικό σύστημα, μέσα από ένα πιο αποτελεσματικό και πιο δίκαιο νομοθετικό πλαίσιο, που θα επιτρέπει τους εξωδικαστικούς φυσικούς και ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, παράλληλα με ύπαρξη αποτελεσματικού πλαισίου αφερεγγυότητας.
«Θα παραμείνουμε αυστηρά προσηλωμένοι στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και την αποφυγή ελλειμμάτων και θα συνεχίσουμε την προσπάθεια για τη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, μέσα από μία συνεχή μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Κοινός στόχος πρέπει να είναι ένα τραπεζικό σύστημα ισχυρό, υγιές και ωφέλιμο», κατέληξε.
ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος, Παύλος Ιωάννου, σημείωσε ότι η συνετή οικονομική πολιτική και η ορθολογική διαχείριση του δημοσίου χρέος «μας επιτρέπουν να είμαστε αισιόδοξοι για την αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης».
Είπε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί μία νέα κρίση, με απρόβλεπτες μακροοικονομικές και χρηματοοικονομικές συνέπειες. Είναι πρωτόγνωρα αβέβαιη η νέα μορφή ισορροπίας στην οποία θα καταλήξει το διεθνές σύστημα, ανέφερε, ενώ την ίδια ώρα αποπροσανατολίζει το σύστημα και από καυτά προβλήματα που επιδεινώνουν την κατάσταση, όπως η μελλοντική πορεία της πανδημίας, που δεν έχει ακόμα λήξει και η διαχείριση της κλιματικής αλλαγής.
Αναφερόμενος σε φράση της Κριστίν Λαγκάρντ για την ενεργειακή κρίση, σύμφωνα με την οποία αν «ο χειμώνας είναι πραγματικά βαρύς, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποια κοινωνική αναταραχή» και «ο κόσμος θα βγει στους δρόμους σε όλη την υφήλιο, αν δεν ληφθούν βήματα για την προστασία όσων είναι πιο ευάλωτοι στον πληθωρισμό», μίλησε για αντιφάσεις της γεωπολιτικής κρίσης. Είπε ότι είναι δεδηλωμένη η πρόσκληση προς τις Κεντρικές Τράπεζες για καταπολέμηση του πληθωρισμού, με αύξηση των επιτοκίων. Ταυτόχρονα, όμως, η προειδοποίηση ότι ο κόσμος θα βγει στους δρόμους αν δεν προστατευθούν οι πιο ευάλωτοι, αποτελεί πρόσκληση για δημοσιονομική επέκταση, με σημαντική διοχέτευση ρευστότητας, το οποίο είναι ένα πληθωριστικό μέτρο.
Επιπλέον, σημείωσε ότι η πανδημία συνέβαλε στην επιτάχυνση της ψηφιοποίησης πολλών διαδικασιών των τραπεζών, ενώ αναφέρθηκε στην Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας, που προέβλεψε ότι μέχρι το 2030 θα έχουν αποσυρθεί τα χαρτονομίσματα, εξαιτίας της επέλασης της ψηφιακής τεχνολογίας. Αναφέρθηκε επίσης και στα ψηφιακά νομίσματα, μέσω blockchains και στην αποκεντρωμένη χρηματοοικονομική δραστηριότητα, καθώς και στην προοπτική έκδοσης ψηφιακών νομισμάτων από τις κεντρικές τράπεζες.
Η ψηφιοποίηση, είπε, πρέπει να οδηγήσει σε μείωση του προσωπικού των τραπεζών, με οργάνωση των παραγωγικών δομών, με τρόπο που να εξυπηρετούν τον homo digitalis. Πρόσθεσε επίσης ότι είναι πιθανόν η τεχνολογία να επιταχυνθεί περισσότερο από τις γεωπολιτικές κρίσεις, καθώς, εξαιτίας της ανάγκης επιτήρησης των κυρώσεων, πιθανόν να καταστεί υποχρεωτική η ψηφιακή τραπεζική.
Αναφορικά με την αύξηση των επιτοκίων, είπε ότι είναι ευκαιρία επικερδότητας για της τράπεζες, και ευκαιρία βελτίωσης του λόγου κόστους προς έσοδα. Ο λόγος αυτός ανερχόταν σε 76% τον Ιούνιο του 2022, ψηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ, που ήταν στο 63%. Σημείωσε ωστόσο τον κίνδυνο δημιουργίας χαλάρωσης στον εξορθολογισμό του κόστους λειτουργίας, από την αυτόματη κερδοφορία που θα προκύψει από την αύξηση των επιτοκίων και συνέστησε στις τράπεζες να μην επαναπαυθούν.
Πρόσθεσε επίσης ότι με την αύξηση των επιτοκίων είναι πιθανόν πολλά δάνεια να καταστούν μη εξυπηρετούμενα, ενώ πρόσφατα αναδιαρθρωμένα δάνεια να παύσουν να εξυπηρετούνται εξαιτίας του πληθωρισμού, αφού μειώνεται το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών. Σε ορισμένες περιπτώσεις η αύξηση των δόσεων μπορεί να φτάσει και 14-17%, σημείωσε. Ωστόσο, η κατάσταση δεν αναμένεται να δημιουργήσει άμεσα στρατηγικής σημασίας προβλήματα, ανέφερε, επειδή η αύξηση της κερδοφορίας δημιουργεί δυνατότητες απορρόφησης απώλειας εσόδων από τα ΜΕΔ.
Επιπλέον, παρόλο που, όπως είπε, δεν είναι ευθύνη των τραπεζών να ασκήσουν κοινωνική πολιτική, ο κίνδυνος κοινωνικής αναταραχής είναι συστημικός και επομένως είναι ευθύνη και των τραπεζών να τον αντιμετωπίσουν. Κάλεσε τις τράπεζες να εξετάσουν νέες πολιτικές διαμόρφωσης αναδιαρθρώσεων για όσους θα καταστούν οικονομικά ευάλωτοι, εξαιτίας της κρίσης.
Ακόμα, αναφέρθηκε και στην κλιματική κρίση και την ανάγκη μετάβασης στην πράσινη ενέργεια, λέγοντας ότι η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει πολλές δομές, θα ενισχύσει την τάση για μεγαλύτερο κράτος και θα αλλοιώσει τη δομή και το μέγεθος των κινδύνων κάθε οικονομικής δραστηριότητας. Είναι πιθανά αιφνίδια κύματα ΜΕΔ, αλλά και νέες δανειοδοτήσεις στην πράσινη ανάπτυξη, είπε.
Σημείωσε, τέλος ότι τα όποια οικονομικά μέτρα λαμβάνονται αποτελούν μόνο συμπτωματική θεραπεία, αν δεν λυθεί το γεωπολιτικό ζήτημα.
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Από την πλευρά του, ο Ανώτερος Διευθυντής του Συνδέσμου Τραπεζών Κύπρου, Μιχάλης Κρονίδης, είπε ότι οι τράπεζες κατάφεραν να αντεπεξέλθουν και να διαχειριστούν τις προκλήσεις και τις διαδοχικές κρίσεις των τελευταίων χρόνων με επιτυχία και σήμερα θεωρούνται ουσιώδες μέρος της επίλυσης των προβλημάτων που έχουν προκύψει.
Σημείωσε ότι παρόλο που το ποσοστό των ΜΕΔ έχει μειωθεί στο 11%, το ιδιωτικό χρέος παραμένει 2,5 φορές το ΑΕΠ, το οποίο επηρεάζει συνολικότερα την κυπριακή οικονομία, πέραν από τις τράπεζες.
Πρόσθεσε, ότι πρέπει να καταστεί βιώσιμος και κερδοφόρος ο τραπεζικός τομέας, για να είναι σε θέση να στηρίξει τους πελάτες και την κυπριακή οικονομία. «Η σταθερή κερδοφορία επιτρέπει στις τράπεζες να χτίζουν οργανικά τα απαιτούμενα κεφάλαια που θα τους επιτρέψουν να στηρίξουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας και να χρηματοδοτήσουν την οικονομική δραστηριότητα», σημείωσε.
Επιπλέον, είπε ότι οι τράπεζες πρέπει να διευρύνουν τις πηγές εισοδημάτων τους και να μειώσουν την εξάρτηση από τα επιτοκιακά έσοδα. «Η δεκαετής περίοδος μηδενικών ή και πολύ χαμηλών επιτοκίων καθιστά τις πιο πάνω ενέργειες ακόμα πιο επιτακτικές, αφού το κόστος από τα μηδενικά επιτόκια και την αυξημένη ρευστότητα δεν μετακυλίστηκε στους πελάτες».
Ανέφερε επίσης ότι είναι απαραίτητος ο εξορθολογισμός των λειτουργικών εξόδων, περιλαμβανομένου του κόστους προσωπικού και του αριθμού των καταστημάτων.
Ο κ. Κρονίδης είπε ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για τις τράπεζες σήμερα είναι η εναρμόνιση με την απαίτηση για διατήρηση Ελάχιστης Απαίτησης Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL) μέχρι το 2024. Το MREL είναι το χρηματοοικονομικό μέσο, ούτως ώστε αν τεθεί υπό εξυγίανση η τράπεζα και χρειαστεί να γίνει bail-in, να υπάρχει ένα μαξιλαράκι μεταξύ των μετόχων και των καταθετών, για να επηρεαστούν όσο το δυνατόν λιγότερο οι καταθέτες.
Επιπρόσθετα, νέες πηγές ανταγωνισμού για τις τράπεζες αποτελούν οι εξειδικευμένες εταιρείες τεχνολογίας που έχουν εισέλθει στην αγορά τα τελευταία χρόνια και προσφέρουν υπηρεσίες που μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν προνόμια των τραπεζών (πχ πληρωμές με πιστωτικές κάρτες, παροχή πιστώσεων κ.λπ.). Όπως είπε, το αυστηρότερο εποπτικό πλαίσιο και το συνεπακόλουθο κόστος συμμόρφωσης των τραπεζών έχει αυξήσει σημαντικά το κόστος επιχειρηματικής δραστηριότητας μεταξύ τραπεζών και μη-ρυθμιζόμενων οντοτήτων, με αποτέλεσμα οι δεύτερες να έχουν σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Πρόσθεσε, ότι η τάση αυτή αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, κάτι που αναγκάζει τις τράπεζες να αναθεωρήσουν το μοντέλο λειτουργίας και τα επιχειρηματικά τους πλάνα και να προβούν στις αναγκαίες αναδιαρθρώσεις, για να καταστούν κερδοφόρες.
Όσον αφορά την πρόκληση του ψηφιακού μετασχηματισμού, ο κ. Κρονίδης ανέφερε ότι οι πελάτες έχουν στραφεί προς εναλλακτικές μορφές εξυπηρέτησης και διεκπεραίωσης τραπεζικών συναλλαγών. «Η ζήτηση ψηφιακών τραπεζικών υπηρεσιών παρουσιάζει ραγδαία αύξηση και τείνει να επικρατήσει», σημείωσε.
Όπως είπε, οι τράπεζες προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα και προσφέρουν νέα προϊόντα και υπηρεσίες για να παραμείνουν ανταγωνιστικές και να δημιουργήσουν νέες πηγές εσόδων.
Αναφέρθηκε επίσης στην κλιματική αλλαγή και στην πράσινη οικονομία, σημειώνοντας ότι οι τράπεζες θα κληθούν να διαδραματίσουν κομβικό ρόλο όσον αφορά τη χρηματοδότηση επενδύσεων και την ανάπτυξη πράσινων προϊόντων για να βοηθήσουν την πράσινη μετάβαση.
Αναφορικά με το μέλλον του τραπεζικού τομέα, ο κ. Κρονίδης το χαρακτήρισε ψηφιακό, πράσινο και κοινωνικό. Μίλησε για αβέβαιο μέλλον, λόγω του διεθνούς σκηνικού, ωστόσο, είπε, ότι οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες και υπάρχει αισιοδοξία ότι θα συνεχίσουν να αποτελούν παράγοντα σταθερότητας και μοχλό ανάπτυξης.
Το Συνέδριο ήταν υπό την αιγίδα του Συνδέσμου Τραπεζών Κύπρου και Χορηγός του ήταν η Eurobank Cyprus. Χορηγός επικοινωνίας ήταν η εφημερίδα «Πολίτης» και διαδικτυακός χορηγός η οικονομική ιστοσελίδα nomisma.com.cy.