Στις προκλήσεις του 2022 για την οικονομία, τις τράπεζες και τους δανειολήπτες, αναφέρεται σε συνέντευξη του στο ΚΥΠΕ ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Προστασίας Δανειοληπτών Τραπεζών (ΣΥΠΡΟΔΑΤ) Κώστας Μέλας, τονίζοντας ότι «εκείνο που επιβάλλεται να γίνει από όλες τις Τράπεζες, είναι ένας σωστός στρατηγικός σχεδιασμός για τις ανάγκες προσαρμογής στο νέο περιβάλλον προκλήσεων, έτσι ώστε να παραμείνουν βιώσιμες».
Ταυτόχρονα, αναφέρεται σε «δεκάδες καταγγελίες» που αφορούν τράπεζες, Εταιρείες Εξαγοράς Πιστώσεων αλλά και Εταιρείες Διαχείρισης, ότι δεν συνεργάζονται για βιώσιμες αναδιαρθρώσεις, δεν αφαιρούν τις υπερχρεώσεις και απειλούν τους δανειολήπτες με εκποίηση των ακινήτων τους, ενώ καλεί τους δανειολήπτες να χρησιμοποιούν τη διαδικασία υποβολής Παραπόνου στον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο. Παράλληλα τονίζει την ανάγκη να υπάρχει κατάλληλος στρατηγικός σχεδιασμός από τους αρμόδιους φορείς για την αντιμετώπιση του προβλήματος του χρηματοοικονομικού αναλφαβητισμού.
Συγκεκριμένα, στη συνέντευξη του στο ΚΥΠΕ ο κ. Μελάς χαρακτήρισε το 2022 «δύσκολη χρονιά για όλους, κυρίως για την οικονομία, τις τράπεζες και τους δανειολήπτες», σημειώνοντας πως «η οικονομία θα συνεχίσει να δοκιμάζεται από την πανδημία, από τις νέες προκλήσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών που δημιουργεί η τεχνολογία και η πράσινη μετάβαση».
Πρόσθεσε ότι κάθε μορφή κρίσης σε μια χώρα αναδεικνύει την αναγκαιότητα της ύπαρξης μιας δυνατής και διαχρονικά βιώσιμης οικονομίας.
«Στην όλη προσπάθεια εκσυγχρονισμού της κυπριακής οικονομίας, βλέπουμε τις απαράδεχτες αυξήσεις των χρεώσεων για τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι μεγαλύτερες τράπεζες, σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσουν έτσι τα χαμένα κέρδη των αρνητικών επιτοκίων», υπογράμμισε.
Αναφορικά με την έντονη συζήτηση που εξελίσσεται μέχρι και σήμερα στη Βουλή σε σχέση με τις νέες χρεώσεις των τραπεζών και τις επιπτώσεις στους πολίτες, ο Πρόεδρος του ΣΥΠΡΟΔΑΤ τόνισε πως οι χρεώσεις αυτές «επιβαρύνουν όλους τους δανειολήπτες, η πλειοψηφία των οποίων έχει υποστεί μείωση εισοδημάτων ή ζει με τις κρατικές χορηγίες λόγω της πανδημίας».
Ανέφερε πως μελετώντας τα Διατάγματα του Υπουργείου «παρατηρούμε ότι διασφαλίζουν εύλογες χρεώσεις για τις τραπεζικές υπηρεσίες που παρέχουν» και πρόσθεσε πως «έχει καθοριστεί ένα ανώτατο τέλος ύψους €36 ετησίως σε ένα λογαριασμό πληρωμών με βασικά χαρακτηριστικά (ΛΠΒΧ), χωρίς περιορισμό πράξεων των υπηρεσιών».
Ο κ. Μελάς κάλεσε όλους, όπως επικοινωνήσουν με τα Πιστωτικά τους Ιδρύματα για τον καθορισμό του βασικού λογαριασμού (ΛΠΒΧ), έτσι ώστε να επωφεληθούν των προνοιών των Διαταγμάτων.
Σημείωσε πως ο Σύνδεσμος έχει καταχωρήσει στην Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού καταγγελία στις 5/1/2022 για παραβίαση των αρχών υγιούς ανταγωνισμού από τις δύο μεγαλύτερες κυπριακές τράπεζες.
Σχετικά με τις αναδιαρθρώσεις, ο κ. Μελάς είπε ότι ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας με επιστολές του προς όλες τις Τράπεζες ζητούσε διαφάνεια και τις καλούσε να βοηθήσουν στην ολοκλήρωση βιώσιμων αναδιαρθρώσεων, χωρίς καθυστερήσεις και χρεώσεις, παραπέμποντας σε σχετικές εγκυκλίους που τους είχε αποστείλει στις 31 Μαρτίου 2020, 6 Απριλίου 2020 αντίστοιχα και 24 Απριλίου 2020.
«Παρόλα τα πιο πάνω, λαμβάνουμε δεκάδες καταγγελίες που αφορούν Τράπεζες, Εταιρείες Εξαγοράς Πιστώσεων αλλά και Εταιρείες Διαχείρισης, ότι δεν συνεργάζονται για βιώσιμες αναδιαρθρώσεις και απειλούν τους Δανειολήπτες για εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων», πρόσθεσε.
Είπε ακόμη πως παρόλο που ο Δανειολήπτης έχει τα ίδια δικαιώματα που είχε με την Τράπεζα, όταν το δάνειο του μεταφερθεί σε Εταιρεία Εξαγοράς Πιστώσεων, «η πολιτική αυτών των εταιρειών είναι να μην κάνουν βιώσιμες αναδιαρθρώσεις, απαιτώντας από τους δανειολήπτες να κάνουν δάνειο από άλλη Τράπεζα για να ξοφλήσουν τις οφειλές τους».
«Πέραν τούτου ακόμη ένα σοβαρό πρόβλημα είναι ότι σε περιπτώσεις που τα ενυπόθηκα δάνεια είναι επαρκώς εξασφαλισμένα, αρνούνται κατηγορηματικά να αφαιρέσουν τις υπερχρεώσεις που διαπιστώνονται τεκμηριωμένα», τόνισε.
Επιπλέον, ο Πρόεδρος του ΣΥΠΡΟΔΑΤ είπε ότι ο εκσυγχρονισμός των Τραπεζών, επιβάλλει την χρήση σύγχρονων μεθόδων (ψηφιακά προγράμματα), σημειώνοντας, ωστόσο, ότι η δυσκολία των δανειοληπτών μεγαλύτερης ηλικίας να προσαρμοστούν με τα ψηφιακά προγράμματα θα πρέπει να υπερπηδηθεί.
Πέρα από αυτά, συνέχισε, οι δανειολήπτες έχουν ανάγκη μια καλή συνεργασία με την Τράπεζα τους για να λύνουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και επιζητούν μια στενή προσωπική σχέση.
Σε αυτές τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες, που βιώνουμε και σε συνάρτηση με το κλίμα αβεβαιότητας που επικρατεί, σύμφωνα με τον κ. Μελά, «η επίτευξη βιώσιμων αναδιαρθρώσεων, καθώς και η επαναφορά των βιώσιμων επιχειρήσεων και νοικοκυριών σε ομαλή δραστηριότητα, αποβαίνουν σε όφελος της οικονομίας και της χρηματοοικονομικής σταθερότητας».
Σχετικά με το θέμα των εκποιήσεων, ο κ. Μελάς κάλεσε τους δανειολήπτες να χρησιμοποιούν τη διαδικασία υποβολής Παραπόνου στον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο τόσο για τις υπερχρεώσεις όσο και για Διαμεσολάβηση, καθώς μέσω της διαδικασίας αυτής αναστέλλεται η εκποίηση.
«Μπορεί επίσης να επιτευχθεί βιώσιμη αναδιάρθρωση πράγμα επωφελές και για τις δύο Τράπεζες και για τους Δανειολήπτες”, πρόσθεσε.
Αναφορικά με τη διαδικασία υποβολής Παραπόνου/Διαμεσολάβησης στον Επίτροπο, ο Πρόδρος του ΣΥΠΡΟΔΑΤ είπε ότι υπάρχει σχετικό έντυπο υποβολής παραπόνου στην ιστοσελίδα του γραφείου του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου και κάλεσε τους δανειολήπτες να την χρησιμοποιούν, ενώ σημείωσε πως για όσους δυσκολεύονται, ο Σύνδεσμος είναι στη διάθεση τους για οποιαδήποτε βοήθεια.
Αναφορικά με το πρόβλημα του χρηματοοικονομικού αναλφαβητισμού, ο κ. Μελάς είπε στο ΚΥΠΕ ότι αυτό είναι υπαρκτό τόσο στην Κύπρο όσο και διεθνώς και πρόσθεσε πως “η λανθασμένη λήψη χρηματοοικονομικών αποφάσεων έχει καταστροφικές συνέπειες στη χρηματοοικονομική ευημερία των νοικοκυριών και επιχειρήσεων”.
«Είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρχει κατάλληλος στρατηγικός σχεδιασμός από τους αρμόδιους φορείς για την αντιμετώπιση του προβλήματος», υπογράμμισε.
«Η χρηματοοικονομική παιδεία βοηθά τα άτομα να επεξεργάζονται καλύτερα τις χρηματοοικονομικές πληροφορίες, να ενημερώνονται, να αναλύουν τα οικονομικά δεδομένα και να κατανοούν πιο εύκολα τους κινδύνους που δυνατόν να ενέχουν οι διάφορες οικονομικές αποφάσεις τους», κατέληξε ο κ. Μελάς.