Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) πρέπει να εντείνει τις προσπάθειες εποπτείας, προκειμένου να διασφαλίζει ότι οι τράπεζες στην ΕΕ διαχειρίζονται σωστά τον πιστωτικό κίνδυνο, ιδίως δε τους δανειολήπτες που δεν αποπληρώνουν τα δάνειά τους, τονίζει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) σε νέα του έκθεση με τίτλο «Εποπτεία του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών από την ΕΕ – Η ΕΚΤ ενέτεινε τις προσπάθειές της, χρειάζεται ωστόσο να γίνουν περισσότερα για να αυξηθεί η βεβαιότητα ότι η διαχείριση και η κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου είναι αποτελεσματικές».
Σύμφωνα με ανακοίνωση του ΕΕΣ, στην έκθεση του, το Ελεγκτικό Συνέδριο τονίζει πόσο σημαντικό είναι αυτό, καθώς «η ελλιπής διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου από τις τράπεζες, όπως αναφέρει, μπορεί να υπονομεύσει όχι μόνο τη δική τους βιωσιμότητα, αλλά και τη βιωσιμότητα ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος».
Ωστόσο, το ΕΕΣ αναφέρει πως παρά τις αυξημένες προσπάθειες για την εποπτεία του πιστωτικού κινδύνου και των προβληματικών δανείων, η ΕΚΤ δεν επέβαλλε αναλογικά υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις στις τράπεζες με υψηλότερο προφίλ κινδύνου.
Αναφέρει επίσης ότι «δεν κλιμάκωνε αρκετά τα εποπτικά μέτρα, όταν μια τράπεζα παρουσίαζε κατ’ εξακολούθηση αδυναμίες στη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου».
«Για να αποφεύγονται πτωχεύσεις τραπεζών λόγω ελλιπούς διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου, η ΕΚΤ πρέπει να διασφαλίζει ότι οι τράπεζες διαχειρίζονται δεόντως τους πιστωτικούς κινδύνους», δήλωσε ο Mihails Kozlovs, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για την έκθεση.
«Πρόκειται για πρώτιστο μέλημα, αν ληφθούν υπόψη η σημασία της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα και η τρέχουσα δεινή οικονομική συγκυρία», πρόσθεσε.
Η ΕΚΤ, η οποία έχει υπό την εποπτεία της περί τις 110 σημαντικές τράπεζες σε 21 χώρες της ΕΕ που κατέχουν το 82% των στοιχείων ενεργητικού όλων των τραπεζών της τραπεζικής ένωσης, κάθε χρόνο, αξιολογεί τους κινδύνους που τις απειλούν από άποψη πιστωτικού ανοίγματος (π.χ. ανεπαρκή πιστοδοτικά κριτήρια), διακυβέρνησης, επιχειρηματικού μοντέλου και ρευστότητας. Το ΕΕΣ εστίασε τον έλεγχό του στον εποπτικό κύκλο του 2021, εξετάζοντας δείγμα 10 τραπεζών με υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σύμφωνα με το ΕΕΣ, η ποιότητα των αξιολογήσεων της ΕΚΤ σχετικά με τους πιστωτικούς κινδύνους και τους ελέγχους των τραπεζών ήταν γενικά επαρκής, παρά τις όποιες αδυναμίες.
Αναφέρει, ωστόσο, ότι η ΕΚΤ δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τα εργαλεία και τις εποπτικές εξουσίες της για να διασφαλίζει ότι οι εντοπιζόμενοι κίνδυνοι καλύπτονται πλήρως από πρόσθετα κεφάλαια, ούτε για να ζητά από τις τράπεζες να διαχειρίζονται καλύτερα τον κίνδυνο αυτό.
Προσθέτει ότι η τροποποιημένη προσέγγιση που εφάρμοσε η ΕΚΤ το 2021 για τον καθορισμό του ύψους των κεφαλαίων, πέραν του κανονιστικού ελάχιστου ορίου, που θα πρέπει να διακρατεί μια τράπεζα δεν εγγυάται την κατάλληλη κάλυψη των διάφορων κινδύνων, ενώ η ΕΚΤ δεν την εφαρμόζει με συνέπεια, προσθέτει.
Συγκεκριμένα, το ΕΕΣ αναφέρει ότι η ΕΚΤ δεν επέβαλλε απαιτήσεις ανάλογες των κινδύνων που αντιμετώπιζαν οι τράπεζες, γεγονός που σημαίνει ότι δεν υπάρχει σαφής σύνδεση μεταξύ των κινδύνων και της επιβαλλόμενης απαίτησης, ενώ για τις τράπεζες υψίστου κινδύνου, όπως αναφέρει, επέλεγε συστηματικά απαιτήσεις από το κατώτερο άκρο του προκαθορισμένου εύρους των σχετικών τιμών.
Επιπλέον, στην έκθεση του το ΕΕΣ διαπιστώνει «την κατ’ επανάληψη παράλειψη της ΕΚΤ να κλιμακώνει επαρκώς τα εποπτικά μέτρα στις περιπτώσεις που ο πιστωτικός κίνδυνος ήταν υψηλός και διαρκής, όπως και οι αδυναμίες των ελέγχων».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, το ΕΕΣ επικρίνει τόσο την έλλειψη προσωπικού —στην ΕΚΤ και στις εθνικές εποπτικές αρχές— που ασχολείται με την εποπτεία των τραπεζών όσο και τη διάρκεια του εποπτικού κύκλου του 2021, γεγονός που θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια οι αξιολογήσεις να μην είναι πλέον επίκαιρες.
Από την άλλη, το ΕΕΣ αναγνωρίζει ότι, από το 2015, υπάρχει μείωση των παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων (πριν από τον Απρίλιο του 2018), οφειλόμενη σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων και στις ενέργειες της ΕΚΤ.
Προσθέτει, ωστόσο, ότι η ΕΚΤ δεν έκανε συστηματικά χρήση των εποπτικών εξουσιών της, όταν διαπίστωνε ότι οι τράπεζες δεν διέθεταν άρτιες διαδικασίες και στοιχεία για την ταυτοποίηση και την επιμέτρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.