«Οι δασμοί των Ηνωμένων Πολιτειών στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα, τους οποίους εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλοι, είναι η πιο πρόσφατη καταστροφή. Εάν ο Πρόεδρος Τραμπ επανεκλεγεί, υπόσχεται επιπρόσθετους δασμούς 60% στην Κίνα και 10% σε όλους τους εμπορικούς εταίρους, καταφέροντας ενδεχομένως, το τελειωτικό χτύπημα σε έναν ταλαιπωρημένο Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου», τονίζει ο Γάλλος καθηγητής Νταντούς, συγγραφέας του προσφάτως εκδοθέντος βιβλίου, «Geopolitics, Trade Blocks and the Fragmentaion of World Commerce».

Το τέλος της σύγκρουσης είναι δύσκολο να προβλεφθεί. «Ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων δεν θα τελειώσει με την υποχώρηση της μίας πλευράς. Η Κίνα δεν θα εξαφανιστεί όπως η Σοβιετική Ένωση. Απομένουν λοιπόν δύο επιλογές: ένας συμβιβασμός ή μια κλιμάκωση που θα οδηγήσει σε οικονομική απομόνωση», τονίζει ο Γάλλος καθηγητής.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν όμως μια ανοικτή οικονομία, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον υπόλοιπο κόσμο. Περίπου 41 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ συνδέονται με το διεθνές εμπόριο. Οι μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες παράγουν περισσότερο από το 40% των εσόδων τους εξωτερικό. Στον τομέα της τεχνολογίας, το ποσοστό αυτό φτάνει ακόμη και το 60%.

Δεν είναι μεγάλη η κινεζική οικονομική απειλή

Παρά τα μεγάλα, προστατευτικά κατά της Κίνας, τα τελωνειακά έσοδα των ΗΠΑ εξακολουθούν να είναι μόνο το 3% των εισαγωγών, μικρότερα και από εκείνα της ΕΕ. Με απλά λόγια, η οικονομική απειλή της ανόδου της Κίνας δεν είναι τόσο μεγάλη όσο πιστεύουν πολλοί στην Ουάσιγκτον.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναμένει ότι το ΑΕΠ της Κίνας θα αυξηθεί μόνο κατά 3-4% τα επόμενα πέντε χρόνια, περίπου 1,5% ταχύτερα από αυτό των ΗΠΑ. Το χάσμα αυτό αναμένεται να μειωθεί.

Το παγκόσμιο πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Κίνας, που κάποτε ήταν η κύρια πηγή παγκόσμιων ανισορροπιών, μειώθηκε απότομα. Βοηθά το γεγονός ότι η Κίνα έχει απελευθερώσει το εμπορικό της καθεστώς. Το Πεκίνο έχει συνάψει εμπορικές συμφωνίες που καλύπτουν περίπου το 46% του εμπορίου της και είναι πλέον η μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά για τις περισσότερες χώρες. Το 2020, ένας νέος κινεζικός νόμος κατάργησε τις απαιτήσεις κοινοπραξιών και άνοιξε τεράστιους νέους τομείς υπηρεσιών σε ξένους επενδυτές. Η Κίνα ακολουθεί με συνέπεια τις αποφάσεις της επιτροπής του ΠΟΕ που την καταδίκασαν και προσχώρησε σε μια δεσμευτική συμφωνία διαιτησίας, μια ισχυρή ένδειξη ότι είναι προσηλωμένη στους πολυμερείς κανόνες.

Αλλωστε, το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Κίνα, προσαρμοσμένο ως προς την αγοραστική δύναμη, εξακολουθεί να είναι μόνο το ένα τρίτο, σε σχέση με τις ΗΠΑ. Ο πληθυσμός της Κίνας γερνάει γρήγορα και αναμένεται ότι θα συρρικνωθεί κατά 100 εκατομμύρια έως το 2050 και κατά 600 εκατομμύρια έως το 2100. Αυτό σημαίνει ότι το Πεκίνο ενδέχεται να μην επιτύχει ποτέ σημαντικό οικονομικό προβάδισμα έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών.

Μια πλήρης αποσύνδεση από την Κίνα -όπως επιδιώκουν διάφοροι κύκλοι σε ΗΠΑ και Ευρώπη- δεν θα τερμάτιζε σε καμία περίπτωση τις εμπορικές διαφορές, αλλά θα ανέτρεπε τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και προκαλούσε τεράστιο οικονομικό κόστος. Η συνεργασία για την προστασία του κλίματος μεταξύ των δύο μεγαλύτερων «παραγωγών» CO2 στον κόσμο θα γίνει ακόμη πιο δύσκολη από ό,τι είναι ήδη.

Οι συνέπειες θα ήταν επίσης ανησυχητικές σε άλλους τομείς: Μια ακόμη μεγαλύτερη αντιπαράθεση ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, περισσότερες ενέργειες αντιποίνων, περιφερειακές «κούρσες» εξοπλισμών και θα καθιστούσε δυσκολότερο τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων.

Το απειλητικό σενάριο: Η εισβολή στην Ταϊβάν

Στη χειρότερη περίπτωση, μια σύγκρουση στην Ταϊβάν και τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε παγκόσμιο πόλεμο. Όπως έλεγε ο Χένρι Κίσιγκερ, μια μεγάλη σύγκρουση μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων, «θα οδηγούσε σε θυσίες και ανατροπές που δεν μπορούν να συνδεθούν με υπολογίσιμους στόχους».

Ο αμερικανικός στρατός δεν είναι καλά προετοιμασμένος για πόλεμο με την Κίνα. Η επανατοποθέτηση στον Ειρηνικό βρίσκεται σε εξέλιξη και θεωρείται “game changer”.

Προληπτικά πάντως, οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις βρίσκονται στη διαδικασία επαναλειτουργίας απομακρυσμένων αεροδρομίων στον Ειρηνικό, επέκτασης τους ή κατασκευής νέων εγκαταστάσεων. Από την Αυστραλία, την Ιαπωνία, τις Φιλιππίνες, το Γκουάμ, τα νησιά Τινιάν και Σαϊπάν και το αρχιπέλαγος Παλάου, υπάρχουν σχέδια δημιουργίας ή εκσυγχρονισμού αεροδρομίων. Μερικά από αυτά είναι μέρη που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και έχουν εγκαταλειφθεί εδώ και καιρό.

Η προσπάθεια είναι αποτέλεσμα ανάλυσης απειλών. Από τη μια πλευρά, η Κίνα έχει ένα τεράστιο πυραυλικό οπλοστάσιο. Από την άλλη, οι Αμερικανοί έχουν συγκεντρώσει τα αεροσκάφη τους σε μερικά μεγάλα αεροδρόμια. Είναι εύκολος στόχος. Για να είναι λιγότερο ευάλωτοι, θέλουν να αναπτύξουν τις δυνάμεις τους σε περισσότερες τοποθεσίες. «Δεν θέλουμε να συγκεντρώνουμε όλα τα αεροσκάφη μας σε έναν μεγάλο, ελκυστικό στόχο», ανέφερε στην Wall Street Journal ο Μάικλ Γουίνκλερ, υποδιοικητής των αεροπορικών και κυβερνοδιαστημικών επιχειρήσεων στην αμερικανική Πολεμική αεροπορία του Ειρηνικού.

Το σενάριο που αφορά τον αμερικανικό στρατό είναι μια ενδεχόμενη κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν. Η Κίνα θα μπορούσε στη συνέχεια να επιτεθεί στις πιο σημαντικές αεροπορικές βάσεις των ΗΠΑ προκειμένου να αποτρέψει ή τουλάχιστον να καθυστερήσει μια αμερικανική επέμβαση.

Αυξανόμενη απειλή πολέμου

Ο απερχόμενος διοικητής του αμερικανικού στρατού Ειρηνικού, στρατηγός Τσαρλς Φλιν, βλέπει μια αυξανόμενη απειλή πολέμου στην Ασία. Σε ένα συνέδριο, προειδοποίησε ότι «δεν γίνονται αρκετά» για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης επιθετικότητας της Κίνας.

Ο στρατηγός Φλιν βλέπει δύο προειδοποιητικά σημάδια: Πρώτον, μια αυξημένη συνεργασία μεταξύ Κίνας, Ρωσίας, Ιράν και Βόρειας Κορέας. Ένας «πολύ επικίνδυνος συνδυασμός »,όπως λέει.

Ο Αμερικανός στρατηγός παραδέχεται πάντως ότι μετά την Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, «οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αντέξουν άλλον έναν περιορισμένο περιφερειακό πόλεμο στην Ασία. Γιατί; Γιατί αυτό θα ήταν ένα παγκόσμιο πρόβλημα για όλους μας».

Πρωταρχικό μέλημά του Φλιν είναι να ενισχυθούν οι αμερικανικές χερσαίες δυνάμεις σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν έναν στρατό εισβολής σε περίπτωση σύγκρουσης για την Ταϊβάν. Όπως λέει, «η Κίνα δεν θα επιχειρήσει να κατακτήσει την Ταϊβάν με το ναυτικό και την αεροπορία της, αλλά με το στρατό της».

Πηγή: Ναυτεμπορική, Μιχάλης Ψύλος  [email protected]