Η ΕΚΤ θα χρειαστεί να δει πολύ περισσότερα οικονομικά στοιχεία το πρώτο εξάμηνο του έτους πριν λάβει οποιεσδήποτε αποφάσεις για τα επιτόκια, ανέφερε το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Κωνσταντίνος Ηροδότου.
Ο κ. Ηροδότου δήλωσε στο Econostream, ότι οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων συνεχίζουν να μεταδίδονται στην οικονομία.
«Οι αυστηρότεροι όροι χρηματοδότησης υποστηρίζουν τη συνεχή αποπληθωριστική πορεία, η οποία αναμένεται πλέον να φτάσει τον στόχο του 2% το 2025», επεσήμανε.
Επεσήμανε ακόμη ότι οι ανοδικοί κίνδυνοι για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να υπάρχουν, σημειώνοντας ωστόσο ότι χρειάζεται περαιτέρω χρόνος και πρόοδος προκειμένου να διαφανεί ότι ο δρόμος της μείωσης του πληθωρισμού είναι σταθερός.
Απαντώντας σε ερώτηση για το αν είναι δυνατή μια μείωση των επιτοκίων νωρίτερα του εξαμήνου, ο κ. Ηροδότου ανέφερε ότι βάσει των προβλέψεων της ΕΚΤ ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 2,1% το 2025, ενώ αναμένεται περαιτέρω μετάδοση προηγούμενων αποφάσεων νομισματικής πολιτικής στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στην πραγματική οικονομία. «Ωστόσο, πολύ περισσότερα δεδομένα θα είναι διαθέσιμα κατά το πρώτο μισό του 2024, που είναι αναγκαία για τον καθορισμό των μελλοντικών αποφάσεων», συμπλήρωσε.
Ο κ. Ηροδότου είπε πως ο πληθωρισμός υποχωρεί μετά και τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, υπογραμμίζοντας ωστόσο πως η ΕΚΤ θα συνεχίσει την πολιτική στη βάση των δεδομένων, προκειμένου να αξιολογήσει ότι ο πληθωρισμός μειώνεται με σταθερό και διατηρήσιμο τρόπο.
Σημείωσε ότι πηγή αβεβαιότητας αποτελούν οι τιμές της ενέργειας, εν μέσω των δημοσιονομικών μέτρων και της όξυνσης των εντάσεων, αναφέροντας ωστόσο ότι η επίδραση του πολέμου στον πληθωρισμό έχει μειωθεί.
Πρόσθεσε ότι μπορεί να επηρεαστούν επίσης οι τομές των τροφίμων λόγω των καιρικών συνθηκών και της κλιματικής αλλαγής.
«Οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση των επιτοκίων αυτήν την στιγμή, είναι πρόωρη», τόνισε.
Ερωτηθείς αν η ΕΚΤ θα αναμένει το πρώτο εξάμηνο προτού λάβει αποφάσεις για μειώσεις επιτοκίων, αν η αδυναμία στην οικονομία της ευρωζώνης είναι πιο έντονη ή αν οι συνθήκες στην αγορά εργασίας είναι πιο αδύναμες, ο κ. Ηροδότου, αφού τόνισε πως η εντολή της ΕΚΤ είναι η σταθερότητα των τιμών και η μείωση του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, συμπλήρωσε πως είναι σημαντικό να λαμβάνεται μια πιο ολιστική αντιμετώπιση της οικονομικής κατάστασης και της προοπτικής του πληθωρισμού λαμβάνοντας στοιχεία από διάφορους δείκτες, περιλαμβανομένων και των μισθών.
Πρόσθεσε ότι η ευρωζώνη προβλέπεται επίσης να δει την οικονομική της ανάπτυξη να «ενισχύεται από τις αρχές του 2024» λόγω της πτώσης του πληθωρισμού, της αύξησης των μισθών και της εύρωστης αγοράς εργασίας.
Ωστόσο, προειδοποίησε επίσης ότι «σε αυτό το σημείο, υπό την τρέχουσα συγκυρία των δύο γεωπολιτικών συγκρούσεων και της πιθανής διακοπής της εφοδιαστικής αλυσίδας μέσω της αλλαγής δρομολογίου των εμπορικών πλοίων μακριά από την Ερυθρά Θάλασσα, οποιαδήποτε συζήτηση για πιθανές μειώσεις επιτοκίων θα ήταν πρόωρη».
Στο πλαίσιο της συνέντευξής του ο διοικητής ανέφερε επίσης ότι το πρώτο εξάμηνο του 2024 θα λάβουν χώρα διαπραγματεύσεις για μισθούς στην ευρωζώνη, κάτι που αναμένεται να ληφθεί υπόψη στις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός θα ανέλθει στο 2,1% το 2025.
Η πρώτη συνεδρία του ΔΣ της ΕΚΤ για θέματα νομισματικής πολιτικής το 2024 έχει καθοριστεί για τις 25 Ιανουαρίου.