Η Ολομέλεια του Ανωτάτου γνωμάτευσε ομόφωνα σε σχέση με Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι ο νόμος που ψήφισε η Βουλή των Αντιπροσώπων για παράταση της αναστολής των εξώσεων ενοικιαστών μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2020, αντίκειται και είναι ασύμφωνος προς το Σύνταγμα καθότι συγκρούεται με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Σύμφωνα με τη γνωμάτευση, ημερομηνίας 5 Οκτωβρίου, 2021, η Αναφορά αυτή του Προέδρου της Δημοκρατίας είχε ως επίδικο θέμα τη συνταγματικότητα του περί Ενοικιοστασίου (Προσωρινές Διατάξεις) (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2020 ο οποίος υπερψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων στις 9.10.2020 και επαναβεβαιώθηκε στις 12.11.2020 μετά την αναπομπή του στη Βουλή από τον Πρόεδρο.
Όπως λέει το Ανώτατο, στον πυρήνα των θέσεων του Προέδρου της Δημοκρατίας, αναφορικά με το Άρθρο 30 του Συντάγματος «βρίσκεται η αδικαιολόγητη παρεμπόδιση ή/και περιορισμός του δικαιώματος ιδιοκτητών υποστατικών να αποταθούν στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων για να ανακτήσουν κατοχή του υποστατικού τους σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11(1)(α) του Ν.23/1983 (για καθυστέρηση πληρωμής οφειλόμενου ενοικίου), με επακόλουθο την άνιση μεταχείριση στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη», αναφέρεται.
Αυτό, διευκρινίζεται, γιατί τέτοιος περιορισμός δεν υφίσταται στην περίπτωση ιδιοκτήτη που επιζητεί την ανάκτηση δυνάμει των υποπαραγράφων (β) ή (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 11 ή του οποίου η ακίνητη ιδιοκτησία δεν διέπεται από τον Ν.23/1983.
«Η αυτόματη αναστολή της διαδικασίας έκδοσης αποφάσεων και διαταγμάτων για τις εξώσεις, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν ευρίσκεται, χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά και χωρίς απόφαση του Δικαστηρίου κατά πόσο δικαιολογείται τέτοια αναστολή, συνιστά παρέμβαση στην εξουσία των Δικαστηρίων και παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών», αναφέρεται.
Για τους προαναφερόμενους λόγους, προστίθεται, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θεωρεί ότι ο αναφερόμενος Νόμος βρίσκεται σε αντίθεση και με το Άρθρο 179 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι ουδείς νόμος δύναται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς οιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος.
Θέση της Βουλής των Αντιπροσώπων, όπως προβλήθηκε από τον κ. Αγγελίδη, είναι ότι η ψηφισθείσα νομοθεσία είναι καθόλα σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, με το Ευρωπαϊκό δίκαιο και ανάλογες νομοθεσίες σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί δε «παράταση» μιας ήδη υπάρχουσας προηγούμενης νομοθεσίας που δεν κρίθηκε αντισυνταγματική.
Αναφορικά με τη θέση του Προέδρου περί ασυμβατότητας του Νόμου με το Άρθρο 26 του Συντάγματος, εισηγείται ότι αυτός δεν μεταβάλλει το ιδιοκτησιακό δικαίωμα, ούτε επεμβαίνει επί του περιεχομένου της όποιας σύμβασης και στο δικαίωμα μίσθωσης, αλλά παρατείνεται απλά η ήδη εφαρμοζόμενη, δυνάμει του Ν. 53(Ι)/2020, αναστολή. Ο Πρόεδρος επιδοκίμασε την ανάγκη του περιορισμού με δύο διαδοχικούς Νόμους και αποδοκιμάζει αδίκως και αβάσιμα την παράταση δυνάμει του αναφερόμενου νόμου, επιχειρηματολόγησε ο δικηγόρος της Βουλής των Αντιπροσώπων.
«Απορρίπτοντας τη θέση του Προέδρου περί παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, υποβάλλει ότι η προσωρινή αναστολή της διαδικασίας για ανάκτηση κατοχής ακινήτου εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Βουλής η οποία είναι το κατ’ εξοχήν αρμόδιο Σώμα να νομοθετεί «επί παντί θέματι» και δικαιωματικά δημιουργεί και/ή ενίοτε τροποποιεί το νόμιμο πλαίσιο δράσης της δικαστικής εξουσίας επί θεμάτων, όπως εν προκειμένω», προστίθεται.
Σύμφωνα με το Ανώτατο το δικαίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος, πριν την έκδοση νόμου, να αναφερθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο να γνωματεύσει κατά πόσο ο νόμος αυτός βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος με διάταξη του Συντάγματος ή προς το δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αναφαίρετο και δεν υπόκειται σε οποιουσδήποτε όρους ή περιορισμούς.
Επομένως, το γεγονός ότι οι προηγούμενοι νόμοι «δεν αμφισβητήθηκαν με Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν αποτελεί εμπόδιο στην αμφισβήτηση του Νόμου με την παρούσα Αναφορά».
Σε σχέση με το επιχείρημα για παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών το Ανώτατο αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο δεν είναι απόλυτο αλλά μπορεί να υπαχθεί σε περιορισμούς οι οποίοι όμως δεν θα πρέπει “να περιορίζουν ή μειώνουν την πρόσβαση…με τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό που η ουσία του δικαιώματος να καταστρέφεται”». «Οι περιορισμοί αυτοί μπορεί να προσλάβουν τη μορφή αναστολής της διαδικασίας, τιθέμενης από τον νομοθέτη, νοουμένου ότι η διάρκεια της δεν είναι τέτοια που να πλήττει τη δραστικότητα του δικαιώματος», αναφέρεται.
«Αναστολή σημαντικής χρονικής διάρκειας μπορεί να συνιστά παραβίαση του δικαιώματος της πρόσβασης στο δικαστήριο, επειδή το δικαίωμα σε πρόσβαση περιλαμβάνει όχι μόνο δικαίωμα έναρξης δικαστικής διαδικασίας αλλά και δικαίωμα σε επίλυση της διαφοράς, κάτι που εμποδίζεται όταν η αναστολή είναι σημαντικής χρονικής διάρκειας», προστίθεται.
Εν προκειμένω, συνεχίζει το Ανώτατο στην απόφασή του, «θεωρούμε ότι η αναστολή διάρκειας τριών περίπου μηνών δεν ήταν τέτοιας χρονικής διάρκειας που να πλήττει τη δραστικότητα του δικαιώματος κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος».
Ωστόσο, σημειώνεται, «αποτελεί τη Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι ο υπό αναφορά Νόμος παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών». Παρατίθεται απόσπασμα Αναφοράς του 2018 στην οποία υπενθυμίζεται ότι «…η διάκριση των εξουσιών είναι όχι μόνο διάχυτη στο συνταγματικό στερέωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά έχει πλειστάκις αναγνωρισθεί και επιβεβαιωθεί ως η αναγκαία υποστήλωση αυτής τούτης της πολιτειακής λειτουργίας. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών απαγορεύει και αποκλείει την άσκηση ή την ανάληψη εξουσίας εκτός της σφαίρας της αντίστοιχης αρμοδιότητας εκάστης εκ των τριών πολιτειακών εξουσιών. Ενεργώντας, όμως, η κάθε εξουσία εντός των αρμοδιοτήτων της, έχει και ανάλογο εύρος κινήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επεμβαίνει αναρμοδίως ή υφαρπάζει εξουσίες που δεν της αναλογούν».
Σύμφωνα με το Σύνταγμα, συνεχίζει το Ανώτατο στην γνωμάτευσή του, «η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι το κατεξοχήν αρμόδιο Σώμα να νομοθετεί «επί παντί θέματι», εκτός αν καταστρατηγείται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών ή συγκεκριμένο Άρθρο του Συντάγματος».
Στην προκείμενη περίπτωση, «ο νόμος επιβάλλει την αναστολή κάθε διαδικασίας προς ανάκτηση κατοχής δυνάμει της παρ. (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 11 του Ν. 23/1983, ανεξαρτήτως του σταδίου στο οποίο αυτή ευρίσκεται, απαγορεύοντας έτσι τη συνέχιση ακόμα και εν εξελίξει δικαστικών διαδικασιών, καθώς και την έκδοση σε αυτές δικαστικών αποφάσεων και διαταγμάτων ανάκτησης κατοχής. Με αυτό τον τρόπο η νομοθετική εξουσία αναλαμβάνει και ασκεί εξουσία εκτός της σφαίρας της αρμοδιότητας της και υπάγει τη Δικαστική Εξουσία σε έλεγχο, επεμβαίνοντας, κατ’ επέκταση, στην ανεξαρτησία της, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών».
Ειδικότερα, σημειώνεται, «εν προκειμένω ο νόμος, έστω προσωρινά, αναστέλλει την άσκηση του καθ΄ αυτού πυρήνα της δικαστικής εξουσίας που δεν είναι άλλος από την οριστική εκδίκαση των αντιπαραθέσεων μεταξύ των διαδίκων στην οποία το ανεξάρτητο δικαστικό σώμα οφείλει να προβαίνει, ελεύθερο από ελέγχους ή παρεμβάσεις».
«Γνωματεύουμε ότι ο Νόμος αντίκειται και είναι ασύμφωνος προς το Σύνταγμα καθότι συγκρούεται με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Υπό το φως της πιο πάνω Γνωμάτευσης δεν θεωρούμε σκόπιμο να προχωρήσουμε στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων που προβάλλονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και αφορούν παραβίαση του Άρθρου 26 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας», καταλήγει το Ανώτατο Δικαστήριο.