Χωρίς νέα στήριξη, τα εργοστάσια του Ηνωμένου Βασιλείου ενδέχεται να αναγκαστούν να σταματήσουν την παραγωγή κρίσιμων εισροών, όπως επιστρώσεις που χρησιμοποιούνται σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας, εξαρτήματα από χάλυβα και γυάλινα σκεύη κατά παραγγελία, σύμφωνα με κυβερνητικές και βιομηχανικές πηγές.
Αυτά τα προϊόντα χρησιμοποιούνται σε δραστηριότητες «υψηλής ασφάλειας» στην άμυνα και την πυρηνική ενέργεια, όπως οι πυρηνικοί αντιδραστήρες, τα εργαστήρια, τα πλοία και τα υποβρύχια.
Έτσι, εάν οι εγχώριες εταιρείες αποτύχουν να προμηθεύσουν τη χώρα, η Βρετανία θα αναγκαστεί να αναζητήσει πολλές από αυτές τις εισροές από το εξωτερικό, όπως αναφέρουν βιομηχανικές και κυβερνητικές πηγές που επικαλείται η Independent.
Μία τέτοια εξέλιξη όμως θα μπορούσε να παραβιάσει ορισμένους κανόνες προμηθειών των τμημάτων και τους στόχους της κυβέρνησης που ορίζονται στην έκθεση Integrated Review, η οποία καθορίζει τους κύριους άξονες της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής άμυνας του Λονδίνου.
Η έκθεσε στοχεύει να «ενισχύσει την ανθεκτικότητα των κρίσιμων αλυσίδων εφοδιασμού», έτσι ώστε το Ηνωμένο Βασίλειο να μπορεί να συνεργαστεί με την Κίνα «με εμπιστοσύνη», αναφέρεται. Η βρετανική κυβέρνηση προσπαθεί να βγάλει την Κίνα από τα κρίσιμα έργα στην πυρηνική ενέργεια, λόγω ανησυχιών για την ασφάλεια.
Οι ανησυχίες για το αν μια αποτυχία εξασφάλισης οικονομικής βοήθειας θα πιέσει τους ευαίσθητους προμηθευτές, θα αυξήσουν την πίεση στο υπουργείο Οικονομικών, αφού ο υπουργός Επιχειρήσεων, Κουάζι Κβάρτενγκ , παρουσίασε ένα σχέδιο για στήριξη των βιομηχανιών που έχουν πληγεί περισσότερο από τις εκτίναξη των τιμών της ενέργειας.
Οι προσπάθειες της κυβέρνησης για στήριξη των βιομηχανιών εντάθηκαν μετά την αποκάλυψη της Independent, την περασμένη εβδομάδα, ότι τα εργοστάσια σε αυτούς τους τομείς θα μπορούσαν να κλείσουν τις γραμμές παραγωγής εντός εβδομάδων εάν δεν λάβουν κρατική βοήθεια για να ελαφρύνουν οι πιέσεις από το αυξανόμενο κόστος ενέργειας.
Η ενέργεια μπορεί να αντιπροσωπεύει έως και το ένα τρίτο των εξόδων αυτών των επιχειρήσεων, αφήνοντάς τις ιδιαίτερα ευάλωτες στις πρόσφατες αυξήσεις στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου.
naftemporiki.gr