Του Σάββα Σκουφαρίδη
Τριτοετής Προπτυχιακός Φοιτητής, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου
Αναντίρρητα, η Μεσόγειος θάλασσα, κατά την εκάστοτε ιστορική περίοδο, υπήρξε ένας χώρος συνονθυλεύματος ιδεών, εμπορικών ανταλλαγών, οικονομικής άνθισης, εξαίρετης τέχνης και καινοτόμων τεχνολογικών και πνευματικών επιτευγμάτων. Ωστόσο, η άνευ προηγουμένου εδαφική επέκταση στον κοινώς αποκαλούμενο «νέο κόσμο» (ενν. Αμερική, 1492) διεύρυνε τους οικονομικούς, πολιτικούς και πολιτιστικούς ορίζοντες των Ευρωπαίων σε άγνωστο, μέχρι πρότινος, βαθμό. Έτσι, η Μεσόγειος εξαιτίας του ανοίγματος της διατλαντικής διαδρομής και της παρεπόμενης εξέλιξης της παγκόσμιας οικονομίας, έχασε την ηγεμονία των περασμένων αιώνων.
Η ψευδαίσθηση της ευρωπαϊκής υπεροχής
Η ανακάλυψη αυτή οδήγησε στο πρώτο παγκόσμιο δίκτυο, όχι αποκλειστικά περί πρώτων υλών κι εν γένει υλικών αγαθών, αλλά και περί ιδεών, νοοτροπιών και κουλτουρών, που συναποτελούσαν μια πρωτοφανή πολιτισμική ανταλλαγή. Παρά τα πλεονεκτήματα, τα οποία άνοιξαν το δρόμο σε μια κατακόρυφη τεχνολογική πρόοδο, πρέπει να έχουμε εν νώ τον βίαιο τρόπο αντιμετώπισης των ιθαγενών του «νέου» κόσμου από τους Ευρωπαίους. Ο διευρυμένος και προφανώς σημαντικός ρόλος της Αναγέννησης υπήρξε το κύριο ερέθισμα που υποκρύπτεται πίσω από αυτές τις απάνθρωπες πράξεις που έλαβαν χώρα κατά τον 15ον και τον 16ον αιώνα στην Αμερική. Το κίνημα της Αναγέννησης, μέσω της οικειοποίησης του ελληνορωμαϊκού παρελθόντος, ως μια κοινή ρίζα των Ευρωπαίων, επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο έγινε αντιληπτή η ευρωπαϊκή ταυτότητα, ενώ ταυτόχρονα γέννησε και κατοχύρωσε το πνεύμα της ευρωπαϊκής υπεροχής.
Εν αυτώ, η εφεύρεση της τυπογραφίας, παρά τον υπερμεγέθη αριθμό αγραμματοσύνης, υποβοήθησε την διάδοση των ιδεών της Αναγέννησης και συνεπώς την εδραίωση της προαναφερθείσας ευρωπαϊκής υπεροχής. Οι Ευρωπαίοι, λοιπόν, δε διέθεταν τα κατάλληλα νοητικά εργαλεία αναφορικά με την κοινωνική τους διαντίδραση με τους γηγενείς του «νέου» κόσμου και γενικώς ως προς την σύλληψη της ταυτότητας των τελευταίων (λατρεία, ήθη, έθιμα και τρόπος ζωής). Επιπροσθέτως, στο αίσθημα της ευρωπαϊκής ανωτερότητας συγκαταλεγόταν και η πεποίθηση της θρησκευτικής υπεροχής (Χριστιανισμός), πράγμα που καθιστούσε περαιτέρω εμφανή τα δυσοίωνα μελλούμενα των ντόπιων (επιβολή του Χριστιανισμού). Εξαιτίας των ανωτέρω, για αρκετές δεκαετίες (μετά το 1492) πολλά πλοία διέσχιζαν τον Ατλαντικό Ωκεανό προς τη Μεσόγειο μεταφέροντας ανθρώπινο δυναμικό (σκλάβους).
Η ευρωπαϊκή πρόοδος και στασιμότητα
Αντιθέτως, η ανακάλυψη -και η συνακόλουθη εκμετάλλευση- του «νέου» κόσμου συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης. Η ικανότητα της παγκόσμιας χαρτογράφησης και η πρωτοπόρος τεχνολογική εξειδίκευση (ναυπήγηση, πυξίδα) υπήρξαν μερικές από τις θετικές πτυχές που αφορούσαν, σαφώς, μόνο την ευρωπαϊκή ελίτ (βασιλιάδες, ευγενείς, μεγαλεμπόρους κ.λπ.). Ο απλός κόσμος (τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα) συνέχισε να ζει υποσιτισμένος, σε μικρά χωριά, εξασφαλίζοντας τα προς το ζην μέσω της καλλιέργειας της γης.
Καθίσταται εμφανές, πως η πρώιμη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία αποτελεί καμπή στην εν γένει ιστορική πορεία, όχι μόνο για την περιοχή της Μεσογείου, η οποία επηρεάστηκε από τους θρησκευτικούς πολέμους (Μεταρρύθμιση), τις συνεχείς μάχες μεταξύ των βαθμίδων της κοινωνικής πυραμίδας και τις αλλεπάλληλες επεκτατικές συγκρούσεις σε θάλασσα και ξηρά, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο. Η ανακάλυψη της Αμερικής και η εκμετάλλευση του φυσικού και ανθρώπινού της πλούτου αποτέλεσαν το κρηπίδωμα επάνω στο οποίο βασίστηκαν ο Ιμπεριαλισμός και η Αποικιοκρατία, έννοιες που συναντούμε στους προσεχείς αιώνες (19ος – 20ος).
Ο δρόμος προς το 1789
Συν τοις άλλοις, η συνθήκη της Βεστφαλίας (1648) σηματοδότησε την επικράτηση ενός δικαίου βασιζόμενου στον κώδικα λογικής που θα αποτελούσε μόνιμη βάση συνεργασίας μεταξύ των κρατών, με τον κοσμικό λόγο να υπερισχύει έναντι του θρησκευτικού. Επιπλέον, η Αναγέννηση άνοιξε το δρόμο για τα κοσμικά πανεπιστήμια, τα οποία απελευθερώθηκαν από τη δικαιοδοσία του Πάπα, καθιστώντας την πτώση της καθολικής ηγεμονίας ταχύτερη. Το έδαφος, λοιπόν, κατέστη πρόσφορο για τη σταδιακή ανάδυση του Διαφωτισμού, ενός πνευματικού κινήματος που χρονικά τοποθετείται μεταξύ του 17ου και 18ου αιώνα, το οποίο εκδηλώθηκε ποικιλοτρόπως στην ευρωπαϊκή ήπειρο ανάλογα με την εκάστοτε γεωγραφική και χρονική περίπτωση. Οι διαφωτιστές, με βασικές αρχές τον ορθολογισμό και την πίστη στην πρόοδο, στόχευαν σε ριζικές αλλαγές σε άπαντες τους τομείς, τασσόμενοι υπέρ της κοινωνικής και δημοσιονομικής απελευθέρωσης. Η πολιτική πραγμάτωση του κινήματος επετεύχθη με τη Γαλλική Επανάσταση (Liberté, Égalité, Fraternité) του 1789, ένα έτος, ορόσημο, που χωρίζει νοητά την Πρώιμη Νεότερη Ευρώπη από τα νεότερα χρόνια, λόγω του σημαντικού πλήγματος κατά της απόλυτης μοναρχίας.
Ως εκ τούτων, τα χρόνια μεταξύ της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού μεταμόρφωσαν τον τρόπο ζωής, τα γεωγραφικά και πνευματικά σύνορα, το γεωστρατηγικό κέντρο βάρους (από τη λεκάνη της Μεσογείου στον Ατλαντικό Ωκεανό), το νομοθετικό πλαίσιο, το οικονομικό σύστημα, την ταυτότητα των Ευρωπαίων και, δυστυχώς, των ιθαγενών του «νέου» κόσμου. Επρόκειτο, λοιπόν, για μια νέα πραγματικότητα που επηρέασε τις περιόδους που έπονται της Πρώιμης Νεότερης Ευρώπης σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης και προόδου.