Παρατηρούμε εδώ και καιρό, πολλούς να ισχυρίζονται ότι στον πληθυσμό υπάρχουν οι ‘θετικοί’ και οι ‘αρνητικοί΄ ως προς τους εμβολιασμούς. Επίσης, μέτρα που λαμβάνονται οδηγούν σε περαιτέρω όξυνση της πόλωσης ανάμεσα στον πληθυσμό, με ανυπολόγιστες συνέπειες τόσο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όσο και μετέπειτα. Οι επιστήμονες παγκοσμίως έχουν εδώ και καιρό καταλήξει σε τρεις, εν δυνάμει κατηγορίες, όσον αφορά τις στάσεις τους έναντι των εμβολιασμών.
Α) Αρνητικοί ως προς τον εμβολιασμό (ενίοτε χαρακτηρισμένοι ως ‘αρνητές’): βάσει στοιχείων, αυτή η ομάδα δεν είναι μεγάλη σε αριθμό. Αποτελείται από άτομα που έχουν ισχυρές πεποιθήσεις έναντι των εμβολίων και οι αρνητικές στάσεις τους προεκτείνονται και σε άλλα θέματα όπως για παράδειγμα τα μέτρα προφύλαξης από τον ιό και η δυσπιστία προς την επιστήμη. Είναι επίσης μια ομάδα, που πιστεύει και διαδίδει θεωρίες συνωμοσίας και είναι έντονη και με δυνατή φωνή κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Οι προσπάθειες της πολιτείας ως προς αυτήν την ομάδα πρέπει να στοχεύουν στον περιορισμό της ζημιάς από την διάδοση ψευδών ειδήσεων, μέσω της έγκαιρης και έγκυρης αντιμετώπισης τους.
Β) Θετικοί ως προς τον εμβολιασμό: αυτή είναι και η ομάδα που έχει εμβολιαστεί έγκαιρα και έχει καταλήξει ως προς την σημαντικότητα των εμβολιασμών.
Γ) Διστακτικοί ως προς τον εμβολιασμό: Η μεγαλύτερη ομάδα του πληθυσμού παρουσιάζει προβληματισμούς και ανησυχίες, οι οποίες χρήζουν κατανόησης. Η συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού πρέπει να είναι ο στόχος των δημόσιων παρεμβάσεων (public health interventions) με στόχο όμως πρώτιστα να εισακουστούν οι ανησυχίες τους.
Έρευνες σε παγκόσμιο επίπεδο παρέχουν πληροφορίες ως προς το προφίλ των διστακτικών έναντι των εμβολίων: άτομα κυρίως νεαρότερης ηλικίας, γυναίκες (λόγω και της παραπληροφόρησης που αφορά τις επιπτώσεις των εμβολίων ως προς την γονιμότητα), που ζουν σε μη αστικές περιοχές, χωρίς παιδιά, με χαμηλότερη κοινωνική υποστήριξη και λιγότερη εμπιστοσύνη στους θεσμούς είτε αυτοί είναι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, οι κυβερνήσεις κτλ. Παρόμοια δεδομένα παρουσιάζουν και οι δικές μας έρευνες στον κυπριακό πληθυσμό.
Συμπεριφορική προσέγγιση των παρεμβάσεων δημόσιας υγείας
Η αλλαγή της συμπεριφοράς (behaviour change) είναι ολόκληρη επιστήμη, με πολλαπλές προεκτάσεις και παράγοντες που μπορεί να την επηρεάζουν. Θα κάνω μια προσπάθεια να παρουσιάσω συνοπτικά τέσσερις πυλώνες που θεωρώ ότι τα μέτρα πρέπει να στοχεύουν, αν θέλουμε πραγματικά να κάμψουμε την διστακτικότητα έναντι των εμβολιασμών (ενίοτε και συγκεκριμένων εμβολίων) και οι οποίοι συνοψίζουν τα δεδομένα της παγκόσμιας βιβλιογραφίας.
Α) Προσβασιμότητα
Είναι η ώρα, να αρθούν όλα τα εμπόδια ανάμεσα στον πληθυσμό και τα εμβόλια. Πρώτον, η αποκέντρωση του προγράμματος είναι επιβεβλημένη, αφού οποιοσδήποτε θα πρέπει να μπορεί να εμβολιάζεται, οπουδήποτε με μόνο τεκμήριο την παρουσίαση της πολιτικής ταυτότητας. Δεύτερον, επιβάλλεται να ενισχυθούν οι κινητές μονάδες εμβολιασμών με προτεραιότητα α) τα μέρη όπου συχνάζει η νεολαία, β) τις αθλητικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις και γ) τις περιοχές όπου παρουσιάζεται χαμηλότερη εμβολιαστική κάλυψη. Για το τελευταίο χρειάζεται το Υπουργείο Υγείας να δώσει έμφαση στη συλλογή δεδομένων, όχι ανά επαρχία όπως ήδη γίνεται, αλλά πιο συγκεκριμένα ανά περιοχή, ιατρικό κέντρο, προσωπικό ιατρό και νοσοκομείο. Τρίτον, επιβάλλεται να δοθούν ή να ενισχυθούν μέτρα, όπως οι άδειες ασθενείας για εμβολιασμό, οι διευκολύνσεις σε άτομα που νοιώθουν αδιαθεσία μετά τον εμβολιασμό, η διευθέτηση της μεταφοράς ατόμων που δεν έχουν μέσο μετακίνησης. Πολύ θετικό μέτρο είναι τα walk-in κέντρα που πρέπει να ενισχυθούν.
Β) Αύξηση Κινήτρων
Το κίνητρο των μη εμβολιασμένων για να εμβολιαστούν πρέπει να ενισχυθεί, αφού αποτελεί πρωτεύον παράγοντα εμβολιασμού. Συνεπώς θα ήταν καλό σε πρώτο στάδιο, η πολιτεία να συλλέξει δεδομένα, να ακούσει τις ανησυχίες και να τις κωδικοποιήσει ούτως ώστε να μπορεί να τις απαντήσει με στοχευμένο τρόπο. Αυτό μπορεί να γίνει καλώντας επιστήμονες να συλλέγουν, για παράδειγμα δεδομένα μέσω κοινωνικών δικτύων και ομάδων εστίασης ταυτόχρονα με την λήψη μέτρων για ενημέρωση των προσπαθειών. Κύρια όμως, το Γενικό Σύστημα Υγείας πρέπει να κινητοποιηθεί και να ηγηθεί της προσπάθειας, παρέχοντας για παράδειγμα οδηγίες στους προσωπικούς και ειδικούς ιατρούς να εντάξουν ολιγόλεπτη συζήτηση για τα εμβόλια στις συναντήσεις με τους ασθενείς, να αποστείλουν επιστολές, να βρουν τους εγγεγραμμένους ασθενείς που είναι πιο πιθανόν να μην εμβολιάστηκαν (π.χ. όσοι δεν έλαβαν το εμβόλιο της γρίπης) κ.ο.κ. Όλη αυτή η προσπάθεια πρέπει να γίνει με στρατηγική και σχεδιασμό.
Επίσης, μέτρα που σπρώχνουν τους μη εμβολιασμένους, να εμβολιαστούν είναι μεν προς την σωστή κατεύθυνση, αφού δίνουν στους εμβολιασμένους τη δυνατότητα να βλέπουν πρακτικά το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς τους, αλλά δεν πρέπει να μείνουμε μόνο σε αυτά[1]. Αντίθετα, πρέπει να υπάρχει προσοχή, για να μην ενισχύεται η πόλωση στον πληθυσμό και σε καμία περίπτωση να μην εναπόκειται στην κοινωνία να ελέγχει ο ένας τον άλλο, αφού αυτό θα έχει αρνητικές επιπτώσεις μετέπειτα. Χρειάζονται αντισταθμιστικά μέτρα για να μην ενισχυθεί η πόλωση και η ένταση στην κοινωνία.
Αντικίνητρο μπορεί να θεωρηθεί επίσης η έλλειψη οργάνωσης ως προς την διαθεσιμότητα για παράδειγμα των εμβολίων και γι’ αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.
Γ) Ενίσχυση της Εμπιστοσύνης
Ένας άκρως σοβαρός λόγος για την διστακτικότητα έναντι των εμβολίων αποτελεί η απώλεια εμπιστοσύνης ως προς τους θεσμούς και επιβεβαιώνεται με έρευνες που διεξάγουμε και είναι προς δημοσίευση σε επιστημονικά περιοδικά. Αυτό σημαίνει ότι, αν η πηγή της πληροφόρησης δεν χαίρει εμπιστοσύνης, τότε το μήνυμα δεν θα αξιολογηθεί θετικά. Αν για παράδειγμα ένα άτομο έχει χάσει την εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, δεν μπορεί η πηγή να είναι μόνο αυτή. Η διάδοση πληροφοριών μέσω των Μ.Μ.Ε. και οι καμπάνιες/εκστρατείες ενημέρωσης είναι ένα βήμα αλλά όχι αρκετό για δύο κύρια λόγους: α) οι γενικές καμπάνιες δεν έχουν συνήθως σημαντικά αποτελέσματα και β) η πληροφόρηση είναι μόνο ένα κομμάτι για αλλαγή της συμπεριφοράς αλλά από μόνο του έχει μηδαμινή προσφορά. Είναι ανάγκη ως εκ τούτου, η πολιτεία να κινητοποιήσει τους επαγγελματίες υγείας, να τους εκπαιδεύσει ως προς τον τρόπο διάδοσης πληροφοριών και να τους δώσει κίνητρα για να εκτελέσουν αυτό το έργο. Επίσης, οφείλουμε να εμπλέξουμε άτομα όπως νέους στο σχεδιασμό των μέτρων και των παρεμβάσεων αφού χωρίς την εμπλοκή του πληθυσμού-στόχου (target population) οποιαδήποτε παρέμβαση και μέτρο είναι πιθανόν να βρει αντίσταση. Τέλος, μπορούμε να ενημερωθούμε για στρατηγικές για παράδειγμα που άρχισαν στις Η.Π.Α. όπου εργαζόμενοι θετικοί προς τους εμβολιασμούς ωθούν συναδέλφους του που μπορεί να είναι διστακτικοί. Η ‘πηγή’ σε αυτή την περίπτωση είναι οικεία και χαίρει εμπιστοσύνης σε αντίθεση με τις γενικές καμπάνιες. Το ίδιο μπορεί να γίνει σε σχολεία για παράδειγμα ή άλλού όπου συναναστρέφονται νέοι/νέες.
Δ) Στόχευση
Όπως σημειώσαμε και πιο πάνω, καμία γενική καμπάνια δεν δουλεύει το ίδιο για όλους. Ως εκ τούτου, χρειάζονται στοχευμένα μέτρα που να έχουν ως προτεραιότητα συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού όπως οι νέοι, οι γυναίκες (κυρίως σε γόνιμες ηλικίες), οι μετανάστες και οι άνθρωποι της υπαίθρου.
Κανένα όμως μέτρο από μόνο του δεν θα δουλέψειμ, αν έχουμε τα αυτιά κλειστά ως προς τα δεδομένα των συμπεριφορικών επιστημών, χωρίς σχεδιασμό βάσει μοντέλων που γνωρίζουμε ότι δουλεύουν και χωρίς κατανόηση ότι δεν είναι αντεμβολιαστής όποιος δεν εμβολιάζεται. Από την άλλη δεν είμαστε στο παρά πέντε, αλλά το έχουμε ξεπεράσει προ πολλού. Ας καταλάβουμε όλοι, ότι τα ατομικά δικαιώματα σταματούν εκεί που αρχίζουν τα δικαιώματα του διπλανού μας και ότι τα δικαιώματα έρχονται πακέτο με τις ευθύνες μας έναντι του συνόλου.
του Άγγελου Π. Κασσιανού
Διδάκτορας Ψυχολογίας Υγείας
Πανεπιστήμιο Κύπρου και University College London
Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Δημόσιας Υγείας της Παράλληλης Βουλής για το Περιβάλλον, την Οικολογία-Αειφορία και την Υγεία.
[1] Εξαίρεση αποτελούν οι χρηματικές αμοιβές αφού δεν υπάρχουν σαφή δεδομένα που να υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα τους, κυρίως στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα ενώ μπορεί να θεωρηθούν και εξαγορά