Τον Μάιο του 2021, ο εποχικά προσαρμοσμένος όγκος του λιανικού εμπορίου αυξήθηκε κατά 4,6% τόσο στη ζώνη του ευρώ όσο και στην ΕΕ, σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2021, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Eurostat, της στατιστικής υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τον Απρίλιο του 2021, ο όγκος του λιανικού εμπορίου μειώθηκε κατά 3,9% στη ζώνη του ευρώ και κατά 3,6% στην ΕΕ, ενώ τον Μάιο του 2021 σε σύγκριση με το Μάιο του 2020, ο όγκος του λιανικού εμπορίου αυξήθηκε κατά 9,0% στη ζώνη του ευρώ και κατά 9,2% στην ΕΕ.
Στη ζώνη του ευρώ το Μάιο του 2021, σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2021, ο όγκος του λιανικού εμπορίου αυξήθηκε κατά 8,8% για προϊόντα εκτός τροφίμων και 8,1% για καύσιμα αυτοκινήτων, ενώ μειώθηκε κατά 0,2% για τρόφιμα, ποτά και καπνό. Στην ΕΕ, ο όγκος του λιανικού εμπορίου αυξήθηκε κατά 8,5% για μη διατροφικά προϊόντα και κατά 6,8% για καύσιμα αυτοκινήτων, ενώ μειώθηκε κατά 0,3% για τρόφιμα, ποτά και καπνό. Μεταξύ των κρατών μελών για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, οι υψηλότερες μηνιαίες αυξήσεις στο συνολικό λιανικό εμπόριο σημειώθηκαν στη Γαλλία (+ 9,9%), στις Κάτω Χώρες (+ 9,3%) και στην Εσθονία (+ 8,1%). Παρατηρήθηκαν μειώσεις στη Λετονία (-3,9%), τη Φινλανδία (-3,3%) και το Λουξεμβούργο (-0,7%).
Στη ζώνη του ευρώ το Μάιο του 2021, σε σύγκριση με το Μάιο του 2020, ο όγκος του λιανικού εμπορίου αυξήθηκε κατά 28,4% για καύσιμα αυτοκινήτων, κατά 14,8% για προϊόντα εκτός των τροφίμων και κατά 0,1% για τρόφιμα, ποτά και καπνό. Στην ΕΕ, ο όγκος του λιανικού εμπορίου αυξήθηκε κατά 25,0% για τα καύσιμα αυτοκινήτων, κατά 15,0% για τα μη διατροφικά προϊόντα και κατά 0,3% για τα τρόφιμα, τα ποτά και τον καπνό.
Μεταξύ των κρατών μελών για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, οι υψηλότερες ετήσιες αυξήσεις στο σύνολο του λιανικού εμπορίου σημειώθηκαν στη Βουλγαρία (+ 23,9%), στην Ιρλανδία (+ 22,4%) και στη Μάλτα (+ 22,0%). Η μόνη μείωση σημειώθηκε στη Γερμανία (-0,9%).
Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία που εξέδωσε σήμερα η Eurostat, το 2020, σχεδόν έξι στα δέκα (59,6%) άτομα ηλικίας 55-64 ετών απασχολούνταν στην ΕΕ. Συγκριτικά, το επίπεδο απασχόλησης των νέων, ηλικίας 20-54 ετών, ανήλθε σε σχεδόν οκτώ στα δέκα άτομα (76,2%).
Το ποσοστό απασχόλησης τόσο των νεότερων όσο και των ηλικιωμένων ατόμων εξαρτάται από το επίπεδο εκπαίδευσης τους. Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης, τόσο υψηλότερο είναι το ποσοστό απασχόλησής τους.
Οι νέοι, ηλικίας 20-54 ετών, με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης είχαν ποσοστό απασχόλησης 59,9%, ενώ το ποσοστό αυτό ήταν 15,8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο για εκείνους με μεσαίο επίπεδο (75,7%) και 25,8 ποσοστιαίες υψηλότερες για αυτούς με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης (85,7%).
Ομοίως, υπήρχαν μεγάλες διαφορές μεταξύ των επιπέδων απασχόλησης μεταξύ των ηλικιωμένων ατόμων, ανάλογα με το μορφωτικό τους επίπεδο: 44,0% των ατόμων ηλικίας 55-64 ετών με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης απασχολούνταν σε σύγκριση με 60,9% με μεσαίο επίπεδο και 75,6% με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης.
Το τελευταίο ποσοστό των απασχολούμενων ατόμων ηλικίας 55-64 ετών με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης ήταν παρόμοιο με το συνολικό ποσοστό των απασχολούμενων ατόμων ηλικίας 20-54 ετών (76,2%), ανεξάρτητα από το εκπαιδευτικό τους επίπεδο.
Επιπλέον, το ποσοστό των ανέργων ήταν επίσης μικρότερο για τους ηλικιωμένους εργαζόμενους από ό, τι στους νεότερους. Ωστόσο, το μερίδιο των ατόμων εκτός του εργατικού δυναμικού ήταν υψηλότερο μεταξύ των ηλικιωμένων εργαζομένων, και ειδικά για εκείνους με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης: πάνω από ένα στα δύο (51,3%) άτομα ηλικίας 55-64 ετών με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο ήταν εκτός εργατικού δυναμικού.
Εκτός από το επίπεδο εκπαίδευσης, η απασχόληση των ηλικιωμένων έχει σημαντικό αντίκτυπο στην απασχόλησή τους. Συγκρίνοντας την κατανομή των ατόμων ηλικίας 55-64 κατά απασχόληση μεταξύ μισθωτών και μη μισθωτών, παρατηρούνται διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων.
Ενώ οι επαγγελματίες αντιστοιχούν στην τρέχουσα απασχόληση 1 στους 5 ηλικιωμένους εργαζομένους (19,9%), αντιπροσωπεύουν μόνο 1 στους 10 μεγαλύτερους πρώην εργαζομένους (11,1%). Επίσης, οι τεχνικοί και οι συνεργάτες (15,8% έναντι 12,9%) και τα ανώτερα στελέχη και διευθυντές (6,1% έναντι 4,0%) εκπροσωπούνται περισσότερο μεταξύ των ηλικιωμένων εργαζομένων από ό, τι μεταξύ των ηλικιωμένων μη μισθωτών.
Αντίθετα, το μερίδιο των στοιχειωδών επαγγελμάτων (18,7% έναντι 10,0%) και το μερίδιο των εργαζομένων σε υπηρεσίες και των πωλητών στην αγορά (18,7% έναντι 14,5%) είναι μεγαλύτερο μεταξύ των μη μισθωτών ατόμων ηλικίας 55-64 ετών.
ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ