του Christopher Caldwell
Δεκαπέντε ημέρες πριν τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, όταν ορισμένες δημοσκοπήσεις έδειχναν πως ο Τζο Μπάιντεν θα εξαφάνιζε τον Ντόναλντ Τραμπ, οι ενθουσιασμένοι Δημοκρατικοί άρχισαν να συζητούν για το είδος της δικαιοσύνης που θα πρέπει να επιβάλλουν στους ακόλουθους του προέδρου όταν αποκηρυχθεί το κίνημά του.
Ο Ρόμπερτ Ράιχ, υπουργός Εργασίας επί κυβερνήσεως Μπιλ Κλίντον, ζήτησε ακόμα και μια Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης, όπως αυτή που ιδρύθηκε στη Νότια Αφρική στο τέλος του απαρτχάιτ, για να «κατονομαστεί κάθε αξιωματούχος, πολιτικός, ανώτατο στέλεχος και μεγιστάνας των μίντια η απληστία και δειλία του οποίου επέτρεψε αυτή την καταστροφή».
Αλλά η νύχτα των εκλογών δεν έφερε την αποκήρυξη αυτή. Το μερίδιο των Αμερικάνων που αυτοπροσδιορίζονται ως «συντηρητικοί» αυξήθηκε στο 37% ενώ το ποσοστό των «φιλελεύθερων» μειώθηκε στο 24%. Στο τέλος της εβδομάδας, ο κ. Τραμπ φάνηκε να χάνει οριακά. Αλλά είτε επιβιώσει ως πολιτικός παίκτης είτε όχι, το κίνημα που τον υποστήριξε φαίνεται πως θα παραμείνει η κύρια δύναμη στην αμερικανική πολιτική σκηνή.
Στον πυρήνα του, το κίνημα αυτό είναι μια δημοκρατική επανάσταση ενάντια στην εμπειρογνωμοσύνη. Οι πολίτες στα δυτικά παρέδωσαν μεγάλο μέρος της δύναμης λήψης αποφάσεών τους σε ειδήμονες –κεντρικούς τραπεζίτες, συγγραφείς αλγορίθμων μηχανών αναζήτησης, επιδημιολόγους. Ο κ. Τραμπ μιλάει για λογαριασμό αυτών που θέλουν να ξαναπάρουν αυτή την εξουσία. Αμφισβητεί τα κίνητρα των ειδημόνων. Αμφισβητεί ακόμα και ότι είναι ειδήμονες. Νομίζει πως είναι λειτουργοί και πως περισσότερο εκμεταλλεύονται, παρά υπηρετούν τη χώρα.
Τέτοιου είδους ανησυχίες δεν είναι μοναδικές στην αμερικανική πολιτική. Ήδη τη δεκαετία του 1930 ο Βρετανός φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ έγραφε για τις αιώνιες εντάσεις μεταξύ της ελευθερίας και της οργάνωσης, μεταξύ της δημοκρατίας και τις περιπλοκότητας. Η αποτυχία των δημοσκόπων και των δημοσιογράφων να προβλέψουν το θρίλερ της Τρίτης δεν συντρίβει ακριβώς την αξιοπιστία του κ. Τραμπ σε ό,τι αφορά το ζήτημα των ειδημόνων.
Οι λαϊκιστές είναι πάντα πιο αδύναμοι απ’ όσο μοιάζουν, ακριβώς επειδή είναι αυτοί που είναι. Είναι outsiders συστημάτων στα οποία η γνώση μετατρέπεται σε δύναμη. Οι οπαδοί που φέρνουν στην κυβέρνηση τείνουν να είναι άτονοι και ανειδίκευτοι. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της θητείας του ο κ. Τραμπ εκστράτευσε εναντίον του γενικού εισαγγελέα Τζεφ Σέσιονς διότι άνοιξε την πόρτα σε έρευνες που έδεσαν «χειροπόδαρα» την προεδρία του. Από πολιτικής απόψεως, ο κ. Τραμπ είχε δίκιο –ένας έμπειρος γενικός εισαγγελέας γενικά δεν θα επέτρεπε να γίνουν έρευνες κοντά στο αφεντικό του.
Οι εν ενεργεία δημόσιοι υπάλληλοι απειλούνται από τον λαϊκισμό και συχνά πολιτικοποιούνται εξ αιτίας του. Στην αρχή της θητείας του κ. Τραμπ, ένας δικαστής στη Χαβάη ακύρωσε την απαγόρευση ταξιδίων από ορισμένες Μουσουλμανικές κυρίως χώρες. Στο μέσο της θητείας του ο κ. Τραμπ παραπέμφθηκε, όταν οι ίδιες οι υπηρεσίες πληροφοριών του αποκάλυψαν στους αντιπάλους του στο Κογκρέσο το περιεχόμενο μυστικών τηλεφωνικών επικοινωνιών. Στο τέλος, λίγες ημέρες πριν τις εκλογές, δικαστές στην Πενσιλβάνια άλλαξαν τις πολιτειακές εκλογικές διαδικασίες με τρόπο που ο κ. Τραμπ και άλλοι Ρεπουμπλικάνοι θεώρησαν ότι ευνοεί την απάτη.
Αλλά ο λαϊκισμός είναι επίσης πάντα ισχυρότερος απ’ όσο φαίνεται, και εύκολα μπορεί να τον υποτιμήσει κανείς. Αυτοί που ισχυρίστηκαν πως ο κ. Τραμπ θα ακουγόταν καλύτερα, σε ό,τι αφορά τις πολιτικές του, αν σταματούσε να τουιτάρει ή να κάνει «χοντρά» σχόλια για τον «κινεζικό ιό», χάνουν το νόημα.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο ιστορικός Ρόμπερτ Κόνκουεστ περιέγραψε τον σοσιαλισμό ως μια «μεγάλη νοητική παγίδα»: αφού οι υποθέσεις του δεν είναι ουδέτερες, με το να τις αποδεχθεί κανείς κινδυνεύει να παρασυρθεί σε μια ολόκληρη κοσμοθεωρία. Οι λαϊκιστές βλέπουν τη φαινομενικά ουδέτερη γλώσσα της πολιτικής ορθότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τον ίδιο τρόπο. Για τους ακόλουθούς του κ. Τραμπ, η «ωμότητα» του είναι μια πνευματική χειραφέτηση.
Αλλά η συσπείρωση, ή ακόμα και επέκταση, της βάσης του κ. Τραμπ βασίζεται σε ένα πιο απτό επίτευγμα. Για τα πρώτα τρία χρόνια της προεδρίας του, έφερε σταθερή ανάπτυξη (κάτι που έχουν καταφέρει αρκετοί πρόεδροι) στην οποία ένα δυσανάλογο μερίδιο των κερδών πήγε σε εργαζόμενους χαμηλού εισοδήματος (ένα πιο σπάνιο επίτευγμα). Οι εργαζόμενοι στο χαμηλότερο τέταρτο των εισοδημάτων είδαν τους μισθούς τους να αυξάνονται κατά σχεδόν 5%. Αυτή ήταν η πρώτη βιώσιμη προς τα κάτω αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου από τον τελευταίο αιώνα, δικαιώνοντας τους ψηφοφόρους στα ξεχασμένα σημεία της χώρας που ψήφισαν τον κ. Τραμπ το 2016. Μπορεί να εξηγεί το σοκ αυτών των εκλογών: τη στροφή νεαρών Λατίνων και μαύρων υπέρ της υποψηφιότητας του κ. Τραμπ.
Ο κ. Τραμπ έχει αλλάξει τον τρόπο με τον οποίον οι Αμερικάνοι και στα δυο κόμματα σκέφτονται ως προς την εξάρτησή τους από τα φθηνά κινεζικά προϊόντα. Ο σκεπτικιστής του εμπορίου Ρόμπερτ Λάιτχαϊζερ, ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος των ΗΠΑ, υπήρξε ικανός εντεταλμένος. Όταν μια υποτίθεται μια προηγμένη βιομηχανική χώρα αποδεικνύεται αρχικά ανίκανη να κατασκευάσει χειρουργικές μάσκες, υγρά μαντιλάκια και ιμπουπροφένη σε μια πανδημία, τότε το έχει παρακάνει με την παγκοσμιοποίηση. Ακόμα και ο κ. Μπάιντεν έκανε το «αγοράστε Αμερικανικά» πυλώνα της προεκλογικής του ρητορικής.
Η μακροπρόθεσμη πρόγνωση για τους λαϊκιστές σπανίως είναι καλή, επειδή ο λαϊκισμός μπαίνει απέναντι σε εκείνους τους επιχειρηματικούς και κυβερνητικούς ηγέτες που εργάζονται για να φέρουν την τεχνολογική και την κοινωνική πρόοδο. Όσο όμως οι ηγέτες αυτοί είναι απρόσεκτοι και εγωιστές, ο λαϊκισμός θα επικρατεί.
Είναι ξεκάθαρο πως αυτή η επικράτηση δεν έχει ακόμα τελειώσει. «Είμαστε ένα κόμμα της εργατικής τάξης τώρα», έγραψε τη νύχτα των εκλογών στο Twitter ο γερουσιαστής του Μισούρι Τζός Χόλεϊ. «Αυτό είναι το μέλλον». Ό,τι και αν συμβεί στον κ. Τραμπ, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα έχει ανοικοδομηθεί γύρω από τους ψηφοφόρους που αυτός του έφερε.
*Ο συγγραφέας αρθρογραφεί στο Claremont Review of Books και έχει γράψει το «The Age of Entitlement»
Πηγή: euro2day.gr