Τουλάχιστον 18 ευρωπαϊκές εταιρείες είτε έχουν αποσυρθεί από την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 είτε βρίσκονται στην διαδικασία αποχώρησης από το έργο, εξαιτίας των απειλών να επιβληθούν αμερικανικές κυρώσεις, σύμφωνα με την έκθεση που παρουσίασε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ (αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών) στο αμερικανικό Κογκρέσο. Μέχρι στιγμής οι ΗΠΑ έχουν επιβάλλει κυρώσεις μόνο σε μια, αλλά έχουν δηλώσει ότι θα προβούν «σε περαιτέρω ενέργειες».
Ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νεντ Πράις, αναφερόμενος στις αποχωρήσεις από το έργο των ευρωπαϊκών εταιρειών, δήλωσε ότι «αυτό δείχνει ότι οι νομοθετικοί στόχοι και οι ενέργειες μας υπήρξαν επιτυχείς». «Συνεχίζουμε να παρακολουθούμε τις εταιρείες στις οποίες δυνητικά μπορεί να επιβληθούν κυρώσεις».
Η έκθεση στο Κογκρέσο
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ κατέθεσε την σχετική έκθεση του για τον αγωγό φυσικού αερίου στο Κογκρέσο την Παρασκευή, ωστόσο το σχετικό έγγραφο δεν έχει δημοσιοποιηθεί.
Οι ΗΠΑ έχουν προειδοποιήσει ότι θα επιβάλουν κυρώσεις σε αρκετές άλλες εταιρείες που εμπλέκονται στην κατασκευή και πιστοποίηση του αγωγού φυσικού αερίου μήκους περίπου 1.200 χιλιομέτρων, που φθάνει από την Ρωσία στην Γερμανία υποθαλάσσια μέσω της Θάλασσας της Βαλτικής.
Μέχρι στιγμής, ωστόσο, οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει κυρώσεις μόνο στη ρωσική εταιρεία KVT-RUS, η οποία διαθέτει το ρωσικό πλοίο τοποθέτησης σωλήνων Fortuna.
Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ δεν πρέπει να «εκπλαγούν» εάν η κυβέρνηση αναλάβει περαιτέρω δράση, δήλωσε ο Πράις. Οι εργασίες στον αγωγό είχαν ξαναρχίσει τον Δεκέμβριο μετά την αναστολή τους για σχεδόν ένα χρόνο ως αποτέλεσμα των αμερικανικών κυρώσεων. Η κατασκευή μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας στο τμήμα της ΑΟΖ της Γερμανίας έχει σχεδόν ολοκληρωθεί.
Οι γερμανικές, ελβετικές, βρετανικές εταιρείες αποσύρονται από το έργο
Οι περισσότερες από τις εταιρείες που τερματίζουν τη συμμετοχή τους στο έργο είναι ασφαλιστικές εταιρείες, οι περισσότερες από τις οποίες εδρεύουν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Μεταξύ των εταιρειών αυτών είναι η ασφαλιστική εταιρεία Munich Re Syndicate Limited με έδρα του Μόναχο και η ελβετική Zurich Insurance Group. Η Axa Group με έδρα της το Παρίσι και η εταιρεία πολιτικών μηχανικών Bilfinger of Mannheim, έχουν επίσης τερματίσει την συμμετοχή του στο έργο σύμφωνα με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Το σκεπτικό της αντίθεσης
Η Ουάσιγκτον αντιτίθεται έντονα στην κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2, υποστηρίζοντας ότι ο αγωγός θα οδηγήσει σε υπερβολική εξάρτηση της Ευρώπης από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους. Τόσο ο Πρόεδρος Τζό Μπάιντεν όσο και ο προκάτοχος του Ντόναλντ Τραμπ έχουν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους για το έργο αυτό.
Η Γαλλία και πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν επίσης επικρίνει το έργο. Ωστόσο, η γερμανική κυβέρνηση διατήρησε τη δέσμευσή της για την ολοκλήρωση του αγωγού, παρά τις κριτικές και τις πιέσεις που ασκούνται για να ακυρώσει το έργο εξαιτίας των κατασταλτικών μέτρων που χρησιμοποιεί η ρωσική κυβέρνηση εναντίον του επικριτή του Κρεμλίνου Αλεξέι Ναβάλνι και των υποστηρικτών του.
Κριτική από τη Μόσχα
Οι δηλώσεις του εκπροσώπου του του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νεντ Πράις ότι οι ΗΠΑ τάσσονται κατά της κατασκευής του αγωγού Nord Stream-2 για γεωπολιτικούς λόγους, επιβεβαιώνουν ότι η Ουάσιγκτον υπονομεύει τις θεμελιώδεις αρχές του ελευθέρου εμπορίου και ανταγωνισμού, είχε δηλώσει την Κυριακή η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα.
Στη σελίδα της στο Facebook, η Ζαχάροβα, αναφέρονταν σε δήλωση του Πράις στην οποία δήλωσε ότι οι λόγοι που οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι κατά του Nord Stream-2 είναι γεωπολιτικοί και η ενίσχυση της επιρροής της Ρωσίας στις χώρες της Ευρώπης.
«Όμως η Γερμανία διαρκώς δηλώνει, ότι το έργο για εκείνη είναι επωφελές. Αλλά οι ΗΠΑ διαρκώς δηλώνουν, ότι την οικονομία και τον ενεργειακό τομέα δεν πρέπει να πολιτικοποιούνται. Τώρα λοιπόν εκείνος που δεν θέλει να πολιτικοποιεί την οικονομία και τον ενεργειακό τομέα, θα βοηθήσει εκείνον για τον οποίον το έργο αυτό είναι επωφελές και από οικονομική και από ενεργειακή άποψη, για να μην το υλοποιήσει;» διερωτήθηκε η Ζαχάροβα και προσέθεσε:
«Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ παραδέχθηκε, ότι οι ΗΠΑ υπονομεύουν τους θεμελιώδεις αρχές του ελεύθερου εμπορίου και του ανταγωνισμού, υποτάσσοντας τους νόμους της αγοράς στα δικά τους γεωπολιτικά συμφέροντα, ενεργώντας ενάντια στην βούληση των κυρίαρχων χωρών και εναντίον των συμφερόντων των πολιτών των ανεξάρτητων κρατών».
Πηγές: ΑΜΠΕ, Reuters, TASS