Η Τράπεζα της Ιαπωνίας (BoJ) αύξησε την Παρασκευή το βασικό της επιτόκιο κατά 25 μονάδες βάσης, στο 0,75%, στο υψηλότερο επίπεδο από το 1995, επιταχύνοντας τη μακρά και προσεκτική πορεία εξόδου από τη νομισματική πολιτική μηδενικών –και αρνητικών– επιτοκίων.

Η κίνηση αυτή έρχεται την ώρα που η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) έχει ήδη ξεκινήσει νέο κύκλο μειώσεων, ενώ οι περισσότερες μεγάλες κεντρικές τράπεζες είτε έχουν «πατήσει φρένο» στην χαλάρωση είτε προετοιμάζουν το έδαφος για νέες αυξήσεις, αν ο πληθωρισμός αποδειχθεί πιο επίμονος από ό,τι ελπίζουν οι αγορές.

Τέλος σε δεκαετίες φθηνού χρήματος

Η αύξηση των επιτοκίων στο 0,75% αποτελεί ένα ακόμη βήμα στην ιστορική στροφή της BoJ, η οποία πέρυσι εγκατέλειψε το μοναδικό παγκοσμίως καθεστώς αρνητικών επιτοκίων που διατηρούσε από το 2016.

Η κεντρική τράπεζα επιμένει ότι, παρά την άνοδο, τα πραγματικά επιτόκια παραμένουν «σημαντικά αρνητικά» και ότι οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες συνεχίζουν να στηρίζουν την οικονομική δραστηριότητα.

Ωστόσο, η αγορά έλαβε το μήνυμα: οι αποδόσεις των 10ετών ιαπωνικών κρατικών ομολόγων ξεπέρασαν το 2% για πρώτη φορά από το 2006, ενώ το γεν κινήθηκε εκ νέου σε αδύναμα επίπεδα έναντι του δολαρίου. Την ίδια στιγμή, το χρηματιστήριο του Τόκιο αντέδρασε θετικά, με τον Nikkei να ενισχύεται.

REUTERS/Issei Kato

Πληθωρισμός πάνω από τον στόχο, αλλά οικονομία υπό πίεση

Ο πληθωρισμός στην Ιαπωνία κινείται πάνω από τον στόχο του 2% εδώ και σχεδόν τέσσερα χρόνια, με τον δείκτη τιμών καταναλωτή να διαμορφώνεται στο 2,9% τον Νοέμβριο. Παράλληλα, οι πραγματικοί μισθοί υποχωρούν επί δέκα συνεχόμενους μήνες, πιέζοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.

Η BoJ αναγνωρίζει ότι η οικονομία εμφανίζει αδυναμίες: τα αναθεωρημένα στοιχεία για το τρίτο τρίμηνο έδειξαν συρρίκνωση μεγαλύτερη από την αρχική εκτίμηση. Παρ’ όλα αυτά, η κεντρική τράπεζα εκτιμά ότι τα εταιρικά κέρδη θα παραμείνουν υψηλά και ότι οι επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να αυξάνουν τους μισθούς και το 2026, στηρίζοντας τον στόχο ενός «ενάρετου κύκλου» μισθών και τιμών.

Υψηλότερα επιτόκια, υψηλότερο ρίσκο για το χρέος

Η άνοδος των αποδόσεων των ιαπωνικών ομολόγων επαναφέρει στο προσκήνιο έναν διαχρονικό πονοκέφαλο: το δημόσιο χρέος της χώρας, που προσεγγίζει το 230% του ΑΕΠ — το υψηλότερο στον ανεπτυγμένο κόσμο.

Αν και η Ιαπωνία χρηματοδοτείται κυρίως εσωτερικά, η σταδιακή αύξηση του κόστους δανεισμού περιορίζει τα περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών και αυξάνει την πίεση στον προϋπολογισμό.

Από την άλλη πλευρά, οι υψηλότερες αποδόσεις θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σταθεροποιητικά για το γεν, το οποίο παραμένει αδύναμο, σε μια περίοδο που το κόστος ζωής έχει εξελιχθεί σε πολιτικό ζήτημα πρώτης γραμμής.

Οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες αναθεωρούν

Η στροφή της Ιαπωνίας δεν είναι μεμονωμένη. Στον ανεπτυγμένο κόσμο, η νομισματική εικόνα γίνεται όλο και πιο κατακερματισμένη:

Ευρωζώνη: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει σταθεροποιήσει τα επιτόκια στο 2%, αποφεύγοντας να δώσει σήματα για περαιτέρω χαλάρωση, εν μέσω επίμονων πληθωριστικών πιέσεων στις υπηρεσίες. Ενισχύονται τα σενάρια που τη θέλουν να αυξάνει τα επιτόκια μέσα στο 2026.

Βρετανία: η Τράπεζα της Αγγλίας προχώρησε σε οριακή μείωση, με ισχυρές διαφωνίες στο εσωτερικό της, καθώς αυξάνονται οι φόβοι ότι ο πληθωρισμός μπορεί να «κολλήσει».

Αυστραλία: η κεντρική τράπεζα άφησε ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, προειδοποιώντας ότι η επόμενη κίνηση θα μπορούσε να είναι προς τα πάνω.

Καναδάς και Σκανδιναβία: οι τράπεζες τηρούν στάση αναμονής, με τις αγορές να μεταθέτουν όλο και πιο πίσω τις προσδοκίες για χαλάρωση.

Η εξαίρεση των ΗΠΑ και η νέα απόκλιση

Σε αυτό το περιβάλλον, οι ΗΠΑ αποτελούν την εξαίρεση. Η Fed έχει ήδη μειώσει τα επιτόκια και, παρά τις προειδοποιήσεις ορισμένων αξιωματούχων ότι η αμερικανική οικονομία «τρέχει ακόμη ζεστή», οι αγορές εξακολουθούν να προεξοφλούν περαιτέρω χαλάρωση μέσα στο 2026 — έστω περιορισμένη.

Το αποτέλεσμα είναι μια νέα, έντονη απόκλιση νομισματικής πολιτικής:
Ιαπωνία και μέρος του G10 κινούνται προς πιο «σφιχτές» συνθήκες, ενώ οι ΗΠΑ ακολουθούν αντίθετη πορεία.

Τι σημαίνει αυτό για αγορές και οικονομία

Η ασύγχρονη αυτή κίνηση αυξάνει τη μεταβλητότητα:

  • επηρεάζει τις ισοτιμίες και τις ροές κεφαλαίων,
  • δημιουργεί κινδύνους αναστροφής στρατηγικών χρηματοδότησης με φθηνό γεν,
  • αλλάζει τις ισορροπίες στις αγορές ομολόγων και στο κόστος δανεισμού παγκοσμίως.

Πάνω απ’ όλα, όμως, στέλνει ένα σαφές μήνυμα: ο πληθωρισμός μπορεί να υποχώρησε, αλλά δεν έχει νικηθεί οριστικά. Και οι κεντρικές τράπεζες, έπειτα από χρόνια έκτακτων πολιτικών, επιστρέφουν σε έναν κόσμο όπου οι αποφάσεις τους δεν θα κινούνται πια όλες προς την ίδια κατεύθυνση.

Πηγή: Ναυτεμπορική, Νατάσα Στασινού  [email protected]