«Η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στο φυσικό αέριο θα συνιστούσε…υποβοηθούμενη αυτοκτονία» για τις επιχειρήσεις, τόνισε ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών. Όπως εξήγησε, για μια χώρα όπως η Ιταλία, όπου το 63% των 61,8 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου που καταναλώθηκαν το 2024, χρησιμοποιήθηκε από τη βιομηχανία και τη μεταποίηση, το μέτρο θα ήταν καταστροφικό.
Για την ιστορία, το μέτρο αυτό, που προτάθηκε το 2021, υπό ένα πολύ διαφορετικό γεωπολιτικό σενάριο και πολύ πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, προέβλεπε ότι, για να προωθηθεί το «πράσινο» όνειρο που είναι τόσο αγαπητό στις Βρυξέλλες και, ως εκ τούτου, να αποθαρρυνθεί η κατανάλωση φυσικού αερίου (που θεωρείται «ρυπογόνο»), ένας «ευρωπαϊκός» φόρος θα προστίθετο, στην τιμή καταναλωτή.
«Σήμερα, με την τιμή του φυσικού αερίου στο TTF του Αμστερνταμ να είναι κατά μέσο όρο, πάνω από 30 ευρώ την μεγαβατώρα -υπερδιπλάσια, δηλαδή σε σχέση με την περίοδο πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και το κλείσιμο των αγωγών φυσικού αερίου της Μόσχας- η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης στην ενέργεια κινδυνεύει να βλάψει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.
Η πρόταση της Κομισιόν προέβλεπε κοινούς ελάχιστους φορολογικούς συντελεστές με βάση το ενεργειακό περιεχόμενο των διαφόρων προϊόντων και όχι τον όγκο τους. Στην τελευταία συμβιβαστική εκδοχή που υπέβαλε η Δανέζικη προεδρία, η οδηγία προέβλεπε ελάχιστους φορολογικούς συντελεστές, αρχής γενομένης από το 2030: σε 0,05 ευρώ σεντς/kWh για την ηλεκτρική ενέργεια, 3,46 ευρώ σεντς/m3 για το φυσικό αέριο και 36,24 ευρώ ανά λίτρο βενζίνης. «Στόχος ήταν να διασφαλιστεί ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές είναι συνεπείς με τις ενεργειακές και περιβαλλοντικές πολιτικές και για να ευθυγραμμιστεί η φορολογία με τη διαδικασία ολοκλήρωσης του ευρωπαϊκού ενεργειακού συστήματος», εξήγησε εκπρόσωπος της Δανέζικής προεδρίας.
Ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό;
Η καθιέρωση κοινών ίσων όρων ανταγωνισμού θα διασφάλιζε ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών της ΕΕ, ένα βασικό στοιχείο του ενδοευρωπαϊκού ανταγωνισμού. Ωστόσο, θα μπορούσαν να προβληθούν και άλλα επιχειρήματα υπέρ των ελάχιστων συντελεστών που λαμβάνουν υπόψη τις κλιματικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις διαφόρων προϊόντων. Για παράδειγμα, οι ζημιές από ακραία φαινόμενα λόγω της κλιματικής αλλαγής στην Ευρώπη έχουν εκτιμηθεί σε πάνω από 40 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024. Ποιος πρέπει να πληρώσει τον λογαριασμό; Η περιβαλλοντική ζημία δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά ένα σημαντικό στοιχείο δαπανών στους δημόσιους προϋπολογισμούς: το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου εκτιμά ότι, με αμετάβλητες πολιτικές, οι επιπτώσεις των ακραίων κλιματικών φαινομένων θα κοστίσουν στα δημόσια οικονομικά το 5% του ΑΕΠ έως το 2050.
Τι λένε οι Ευρωπαίοι βιομήχανοι
Οι σύνδεσμοι βιομηχάνων στην Ευρώπη κρούουν επίσης τον κώδωνα του κινδύνου. Ο πρόεδρος της Ιταλικής Confindustria, Εμανουέλε Ορσίνι για παράδειγμα,σημείωσε ότι «η πραγματική απειλή για την ευρωπαϊκή βιομηχανία προέρχεται από την Κίνα, η οποία πιέζει για το φυσικό αέριο και τα ορυκτά καύσιμα για να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της».
Ενώ η Ευρώπη συζητά αύξηση της φορολογίας, οι κινεζικές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μειωθεί κατά 14%, αλλά προς την Ευρώπη έχουν αυξηθεί κατά 9%. Αυτά τα στοιχεία, δείχνουν ότι «η Ευρώπη γίνεται ο κύριος προορισμός εξαγωγών για την ασιατική βιομηχανία». Οι βιομηχανικές ενώσεις – από τον χάλυβα έως τα χημικά και τη ναυτιλιακή εφοδιαστική – δηλώνουν ότι η «πράσινη» φορολογία της ΕΕ κινδυνεύει να τροφοδοτήσει μια σπείρα αποβιομηχάνισης, να εμποδίσει τις επενδύσεις και να περιορίσει την τεχνολογική καινοτομία.
Η κατάργηση του ρωσικού φυσικού αερίου
Ειδικά οι ενεργοβόρες επιχειρήσεις αγωνιούν για το τι θα σημάνει η πλήρης κατάργηση του ρωσικού φυσικού αερίου από το 2027 και η αντικατάστασή του από LNG από τις ΗΠΑ ή το Κατάρ.
Οι συνέπειες αφορούν όλους τους τομείς, λένε παράγοντες της αγοράς και εξηγούν: «Η αύξηση των τιμών των τροφίμων, οι οποίες είναι περίπου 25% σε τέσσερα χρόνια κατά μέσο όρο στην Ευρώπη, οφείλεται κυρίως στην «ενεργειακή συνιστώσα», που συνδέεται, φυσικά, με την τιμή του φυσικού αερίου, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος».
Το κόστος ενέργειας ποικίλλει σημαντικά πάντως μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, και η κατανάλωση φυσικού αερίου για διάφορες οικιακές και βιομηχανικές χρήσεις ποικίλλει σημαντικά, τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και σε αγοραστική δύναμη.
«Λαβύρινθος» τιμών
«Η τελική τιμή είναι το αποτέλεσμα ενός λαβυρίνθου από συχνά ακατανόητες προσθήκες, ξεκινώντας από τις τιμές των πρώτων υλών, στις οποίες προστίθενται φόροι και ΦΠΑ πάνω στους φόρους,όπως στα καύσιμα κλπ», προσθέτουν οι ίδιες πηγές.
Σε ορισμένες χώρες, όπως η Νορβηγία, η ενέργεια κοστίζει το ένα δέκατο του κόστους σε σχέση με άλλα κράτη στην ΕΕ.
«Και εδώ βρίσκεται το βασικό σημείο: δεν έχει νόημα να εισαχθεί ένας νέος φόρος για τη μείωση της κατανάλωσης, εκτός εάν υπάρχει προηγούμενη επιθυμία για τυποποίηση ή τουλάχιστον ευθυγράμμιση των τιμών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας εντός της ΕΕ. Αλλά επειδή αυτή η επιθυμία δεν υπάρχει, θα ήταν ο πολλαπλασιασμός των οικονομικών ανισοτήτων».
«Ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσουμε άλλα ενεργειακά ζητήματα με λιγότερη δημαγωγία και περισσότερη ρεαλισμό», τονίζουν παράγοντες της αγοράς.
Πηγή: Ναυτεμπορική, Μιχάλης Ψύλος • [email protected]



