Σε αναπομπή του νόμου που ενέκρινε η Ολομέλεια της Βουλής, ο οποίος εισάγει αυστηρότερους όρους για την προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, με στόχο τον περιορισμό καταχρηστικών ενστάσεων που καθυστερούν μεγάλα έργα, προχώρησε ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης.
Πρόκειται συγκεκριμένα για την πρόταση νόμου των βουλευτών του ΔΗΣΥ, Φωτεινής Τσιρίδου και Χαράλαμπου Πάζαρου, που ψηφίστηκε με 28 ψήφους υπέρ και μια εναντίον από τον βουλευτή του Κινήματος Οικολόγων Χαράλαμπο Θεοπέμπτου, την Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου.
Στις ασφαλιστικές δικλίδες που εισάγει ο νέος νόμος για ισορροπία μεταξύ του δημοσίου συμφέροντος και του δικαιώματος των οικονομικών φορέων για πρόσβαση στη δικαιοσύνη, είναι ο καθορισμός του κατώτατου ποσού για το οποίο μπορεί να υποβληθεί προσφυγή στην ΑΑΠ, στο €1 εκατομμύριο.
Σημειώνεται ότι ο καθορισμός του €1 εκατ. ως το κατώτατο όριο για δικαίωμα προσφυγής υιοθετήθηκε μετά από εισήγηση του βουλευτή του ΔΗΚΟ, Πανίκου Λεωνίδου, σε προφορική τροπολογία του ΑΚΕΛ, η οποία προέβλεπε το ανώτατο ύψος της εγγυητικής επιστολής περιοριστεί από επτά σε πέντε μήνες καθυστέρησης, ώστε το τελικό ποσό να είναι χαμηλότερο.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η πρόταση νόμου προέβλεπε ότι €2 εκατ., ενώ η κείμενη νομοθεσία προνοεί τις €500 χιλιάδες, ως το κατώτατο όριο για δικαίωμα προσφυγής.
Αιτιολογία αναπομπής
Ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης αιτιολογεί ως λόγο της αναπομπής του νόμου, την υποχρεωτική κατάθεση εγγυητικής επιστολής εκ μέρους του προσφεύγοντα, το ύψος της οποίας θα καθορίζεται από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, ως προϋπόθεσης για να δίδεται το προσωρινό μέτρο από την Αρχή, στο πλαίσιο άσκησης προσφυγής επί διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης.
«Οι λόγοι της παρούσας αναπομπής, αφορούν στην γενικότητα του τρόπου διατύπωσης της επιβαλλομένης υποχρέωσης και στην ασάφεια και αοριστία του γράμματος της τροποποίησης, που εγείρει ζητήματα ασφάλειας δικαίου, κατά παράβαση της ενωσιακής υποχρέωσης που επιβάλλει όπως οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς, τα δε αποτελέσματά τους να μπορούν να προβλεφθούν», όπως αναφέρει.
Προσθέτει πως η ασάφεια της διατύπωσης εύλογα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα της ευρωπαϊκής Οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, , με την οποία εναρμονίζεται ο βασικός νόμος.
Ειδικότερα τονίζει πως με την τροποποίηση του βασικού νόμου εισάγεται νέα υποχρέωση, με την κατάθεση εγγυητικής επιστολής εκ μέρους του προσφεύγοντος, χωρίς όμως να προβαίνει σε πρόσθετες αναγκαίες ρυθμίσεις, αφήνοντας ουσιώδη ζητήματα αδιευκρίνιστα.
Πιο αναλυτικά εξηγεί ότι η αναφορά σε εγγυητική επιστολή δεν διευκρινίζει κατά πόσο αφορά σε τραπεζική εγγυητική, ή προσωπική επιστολή εγγύησης, εκ μέρους του προσφεύγοντα, αλλά και πως ο τροποποιητικός νόμος ως είναι το λεκτικό αναφέρει ότι το προσωρινό μέτρο σε περίπτωση έκδοσης του δίδεται με την κατάθεση εγγυητικής επιστολής, χωρίς να ρυθμίζει το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να κατατίθεται.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το ΔΕΕ, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει, μεταξύ άλλων, όπως οι κανόνες δικαίου εlναι σαφείς και ακριβείς, τα δε αποτελέσματά τους να μπορούν να προβλεφθούν, ιδlως όταν οι κανόνες αuτοί ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις.