Ο Μάριο Ντράγκι, ο άνθρωπος που έσωσε το ευρώ με το «ό,τι χρειαστεί», επιχειρεί τώρα να σώσει την ίδια την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα. Αλλά ποιος τον ακούει;
Έναν χρόνο μετά την παρουσίαση του σχεδίου του για την ανασυγκρότηση της οικονομικής ισχύος της Ε.Ε., οι κυβερνήσεις της Ευρώπης εξακολουθούν να κωλυσιεργούν, όπως επισημαίνει το Politico σε ανάλυσή του.
Το σχέδιο που έμεινε στα χαρτιά
Η «έκθεση Ντράγκι» προέβλεπε πανευρωπαϊκές επενδύσεις σε υποδομές, ενοποίηση του ενεργειακού δικτύου για φθηνότερο ρεύμα στη βιομηχανία, κοινές προμήθειες όπλων ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από τις ΗΠΑ και μια πραγματική τραπεζική και κεφαλαιαγορά για να διοχετευθεί κεφάλαιο σε startups τεχνολογίας.
Έναν χρόνο μετά, μόλις το 11% των προτάσεων έχει υλοποιηθεί, σύμφωνα με το Politico. Στην ενέργεια, μάλιστα, μηδέν.
Οι περισσότερες κυβερνήσεις διστάζουν να μοιραστούν φθηνή ενέργεια με τους γείτονες, αρνούνται την κοινή ανάληψη χρέους και μπλοκάρουν την τραπεζική ένωση.
Όπως παραδέχθηκε και ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Στεφάν Σεζουρνέ, «το φαινόμενο Ντράγκι ξεθωριάζει μόλις ξεκινούν οι διαπραγματεύσεις στα συμβούλια των κρατών-μελών».
Σύμβουλος χωρίς ισχύ
Χωρίς την ισχύ που είχε ως πρόεδρος της ΕΚΤ ή ως πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο Ντράγκι περιορίζεται σήμερα στον ρόλο του «Τζιμινι Κρίκετ» της Ε.Ε., του ηθικού συμβούλου που προειδοποιεί χωρίς να εισακούεται. «Δεν μπορείς να λες “όχι” σε όλα – στο κοινό χρέος, στην ενιαία αγορά, στην τραπεζική ένωση», είπε ήδη από τον Φεβρουάριο στο Ευρωκοινοβούλιο.
Η ήττα της Ε.Ε. στις εμπορικές διαπραγματεύσεις με τον Ντόναλντ Τραμπ, που επέβαλε δασμούς και πίεσε για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, αποτέλεσε «πολύ βίαιο ξύπνημα», όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο Ντράγκι. «Φέτος θα μείνει στην ιστορία ως η χρονιά που εξατμίστηκε η αυταπάτη της ευρωπαϊκής ισχύος», τόνισε.
Στις Βρυξέλλες λειτουργεί μια μικρή task force υπό την Γενική Γραμματεία της Κομισιόν με μόλις οκτώ στελέχη, για να μετατρέψει τις συστάσεις σε πράξη. Ένας προϋπολογισμός 410 δισ. ευρώ έχει μπει στο τραπέζι, αλλά το ερώτημα παραμένει: θα δεχθεί, π.χ., ένα μεγάλο κράτος να χρηματοδοτήσει βιομηχανικό εργοστάσιο στη Σλοβενία με τους φόρους των δικών του πολιτών;
Η απάντηση, προς το παρόν, δείχνει «όχι». Και αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που ο Ντράγκι επιμένει: το παράθυρο για μια πιο ενωμένη, ανταγωνιστική Ευρώπη κλείνει – και γρήγορα.