Η κυπριακή οικονομία συνεχίζει να επιδεικνύει υψηλή ανθεκτικότητα στις αυξημένες πιέσεις και αναμένεται πως ο ρυθμός ανάπτυξης – και τα κρατικά έσοδα – θα συνεχίσουν την σημερινή τους, θετική, πορεία, τονίζει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο Κύπρου (ΔΣΚ), προειδοποιώντας, ωστόσο, ότι αποτελεί «ύψιστη δημοσιονομική προτεραιότητα» η διόρθωση του δεδομένου πως οι δαπάνες αυξάνονται ταχύτερα από το ονομαστικό ΑΕΠ και τα μεσοπρόθεσμα έσοδα.
«Παρά τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές πιέσεις, αλλά και την υψηλή αβεβαιότητα, εκτιμάται πως ο πληθωρισμός θα παραμείνει σταθεροποιημένος, η απασχόληση υψηλή και η ανάπτυξη δυναμική», υπογραμμίζει το ΔΣΚ, σε ενδιάμεση έκθεση του που δημοσιοποίησε τη Δευτέρα, και σημειώνει πως δημόσια οικονομικά καταγράφουν συνεχιζόμενη βελτίωση.
Ωστόσο, το ΔΣΚ αναφέρει πως «πρέπει να σημειωθούν οι ποιοτικές αδυναμίες και οι διαρθρωτικές τρωτότητες, ιδίως στην κατανομή των κρατικών δαπανών, αλλά και στην ίδια την οικονομία, περιλαμβανομένων και των αυξημένων ανισοτήτων, οι οποίες δημιουργούν εντάσεις στις εργασιακές σχέσεις».
«Το δεδομένο ότι οι δαπάνες αυξάνονται ταχύτερα, τόσο από το ονομαστικό ΑΕΠ, όσο και από τα μεσοπρόθεσμα έσοδα, οδηγεί στην ανάπτυξη σημαντικής ανισοσκέλειας στον προϋπολογισμό, η οποία παραμένει κεκρυμμένη πίσω από παροδικές αυξήσεις εσόδων, και της οποίας η διόρθωση θα πρέπει να θεωρηθεί ως ύψιστη δημοσιονομική προτεραιότητα», υπογραμμίζει.
Σε σχέση με τα ρίσκα, το ΔΣΚ αναφέρεται σε υψηλό ρίσκο υλοποίησης που εμπεριέχεται στον σχεδιασμό της τροχιάς των Καθαρών Πρωτογενών Δαπανών και προσθέτει πως στον σχεδιασμό δαπανών, προγραμματίζεται υπέρβαση δαπανών κατά το πρώτο ήμισυ της τετραετούς τροχιάς, με εξοικονόμηση στο τέλος της περιόδου, ούτως ώστε να παραμείνει η Δημοκρατία κοντά στις υποχρεώσεις της.
Το ΔΣΚ θεωρεί πως ο συγκεκριμένος σχεδιασμός είναι εκ φύσεως και εγγενώς «υψηλού ρίσκου».
«Εξακολουθούμε, όμως, να θεωρούμε ιδιαίτερα πιθανή μια αύξηση των δαπανών μέχρι το 2028, όχι μόνο σε σχέση με τους υφιστάμενους σχεδιασμούς, αλλά και σε σχέση με την Δημοσιονομική Τροχιά, επί της οποίας είναι δεσμευμένη Δημοκρατία», προσθέτει.
Επιπλέον, το ΔΣΚ αναφέρει ότι η Δημοκρατία συνεχίζει να καταγράφει συνεχή και σημαντική μείωση του ενοποιημένου δημόσιου χρέους και η επίτευξη του ορίου του 60% «θεωρείται πλέον ιδιαίτερα πιθανή εντός του 2025», προειδοποιώντας παράλληλα ότι «η μόνιμη φύση στην αύξηση δαπανών και η προσωρινή φύση στην αύξηση των εσόδων, σε συνδυασμό και με τις πολλές αναδυόμενες δυνητικές δαπάνες της Δημοκρατίας, θέτουν σε αβέβαιο έδαφος την διατήρηση της σημερινής τροχιάς» του δημόσιου χρέους.
Σε σχέση με τα κρατικά έσοδα, αναφέρει ότι αυτά «συνεχίζουν να καταγράφουν σημαντικές αυξήσεις σε σχέση με τις ιστορικές τάσεις» και σημειώνει πως «στον μεγάλο ρυθμό αύξησης των εσόδων συνέβαλαν μια σειρά από παράγοντες, με κυριότερο τον συνδυασμό πληθωρισμού και ανάπτυξης», ενώ «η αύξηση της απασχόλησης και των ονομαστικών μισθών έχουν επίσης συμβάλει σημαντικά».
Συγκεκριμένα, το ΔΣΚ αναφέρει στην έκθεση του ότι η κυπριακή οικονομία συνεχίζει να καταγράφει σημαντικές αντοχές στις εξωγενείς πιέσεις, καθώς ο συνδυασμός μεγάλων ιδιωτικών έργων, εγχώριας ζήτησης και δημόσιας κατανάλωσης διατηρούν το ΑΕΠ σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Προσθέτει ότι η επίδραση των εξωγενών εξελίξεων δεν αναμένεται πως θα έχει σημαντικό αποτύπωμα μέσα στο 2025, ενώ για το 2026 αναμένεται πως ο ρυθμός ανάπτυξης θα παρουσιάσει μικρή αποκλιμάκωση, αλλά θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα κοντά στο 3%.
Μεσοπρόθεσμα, σύμφωνα με το ΔΣΚ, οι αναδυόμενοι κίνδυνοι που σχετίζονται με την κυβερνοασφάλεια, τον μετριασμό των κλιματικών επιπτώσεων, τις ανάγκες υποδομών αλλά και τις ανάγκες για την ψηφιακή και πράσινη μετάβαση, σε συνδυασμό και με τα ζητήματα άμυνας, ενδέχεται να ασκήσουν πρωτογενώς δημοσιονομικές πιέσεις, ενώ οι μακροοικονομικές πιέσεις θα είναι, τόσο άμεσες όσο και δευτερογενείς.
«Παρά τις πιο πάνω πιέσεις και τους μεσοπρόθεσμους διαρθρωτικούς κινδύνους που αναδύονται, η κυπριακή οικονομία συνεχίζει να καταγράφει ανθεκτικότητα και η συνεχιζόμενη ανάπτυξη είναι ευρείας βάσης, γεγονός που ενισχύει και τις αντοχές της οικονομίας σε νέα δυνητικά σοκ», υπογραμμίζει.
Αναφέρει επίσης ότι σε πείσμα κάποιων εκτιμήσεων «όλες οι ενδείξεις σήμερα συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως τα επίπεδα ανεργίας βρίσκονται κοντά στα επίπεδα που συνάδουν και με σταθερά επίπεδα πληθωρισμού».
Σε σχέση με ενδεχόμενες επιπτώσεις από τους δασμούς για την Κύπρο, το ΔΣ αναφέρει πως «σημαντικός κίνδυνος παραμένει μια δυνητική εξάπλωση των εξελίξεων που αφορούν στους δασμούς, πέρα από τα αγαθά και στις υπηρεσίες».
Το ΔΣΚ εξακολουθεί να ανησυχεί για το θέμα της κλιματικής αλλαγής, το οποίο θα απαιτήσει σημαντικές δαπάνες, όπως σημειώνει, «για αντιμετώπιση του φυσικού ρίσκου τα επόμενα χρόνια, κάτι που επιβεβαιώθηκε και με τα πρόσφατα δραματικά γεγονότα του Ιουλίου στην Ορεινή Λεμεσό».
Γενικότερα, το ΔΣΚ αναφέρει ότι η «Πράσινη Ατζέντα,» η οποία περιλαμβάνει τις υποχρεώσεις της Κύπρου κάτω από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το επερχόμενο ΣΕΔΕ ΙΙ (ETS II), τον Κανονισμό Επιμερισμού Προσπαθειών (ESR) αλλά και της άμβλυνσης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής (περιλαμβανομένων των φυσικών καταστροφών), αποτελεί «μια ιδιαίτερα οξεία αδυναμία της Δημοκρατίας, με την μέχρι σήμερα πρόοδο να είναι ανεπαρκής παρά το γεγονός ότι τα επίπεδα φιλοδοξίας έχουν τεθεί χαμηλότερα των υποχρεώσεων μας».
Δημόσιο Χρέος
Το ΔΣΚ αναφέρει ότι η μείωση του χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθοδηγείται από τα αυξημένα έσοδα της Δημοκρατίας και από επιδράσεις βάσης, λόγω της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
Αναφέρει ότι τα υψηλά ρευστά αποθέματα έχουν επιτρέψει τη δημιουργία ισχυρού αποθεματικού, το οποίο αξιοποιείται για τη μείωση του υφιστάμενου χρέους.
«Η πορεία του χρέους παραμένει πτωτική και, σε συνδυασμό με τις τοποθετήσεις πολιτικής και τις δεδηλωμένες πολιτικές του Υπουργείου Οικονομικών, εκτιμούμε πως η εν λόγω πτωτική πορεία θα συνεχιστεί», υπογραμμίζει.
Το ΔΣΚ χαιρετίζει και ενθαρρύνει τη στάση του Υπουργείου Οικονομικών, και θεωρεί πως η επίτευξη του στόχου για χρέος χαμηλότερο του 60%» δεν πρέπει να αποτελέσει την ολοκλήρωση της προσπάθειας, καθώς το ενδεχόμενο να χρειαστεί η Δημοκρατία πρόσβαση στην αγορά για την χρηματοδότηση αναδυόμενων αναγκών που δεν έχουν ακόμα εκτιμηθεί ή συνυπολογιστεί πλήρως, είναι αυξημένο τα επόμενα χρόνια» και προσθέτει πως «τα χαμηλά επίπεδα χρέους αποτελούν πηγή ισχύος για τη Δημοκρατία».
Ωστόσο, αναφέρει πως «η γενικότερη εικόνα του δημόσιου χρέους παραμένει ιδιαίτερα θετική, αλλά υφίστανται σημαντικές αδυναμίες, κυρίως ως προς την διατήρηση διαχρονικά των σημερινών πλεονασμάτων».
«Η μόνιμη φύση στην αύξηση δαπανών και η προσωρινή φύση στην αύξηση των εσόδων, σε συνδυασμό και με τις πολλές αναδυόμενες δυνητικές δαπάνες της Δημοκρατίας, θέτουν σε αβέβαιο έδαφος την διατήρηση της σημερινής τροχιάς», υπογραμμίζει.
Κρατικά Έσοδα
Στην ενδιάμεση έκθεση του το ΔΣΚ αναφέρει τα φορολογικά έσοδα αναμένεται πως θα παραμείνουν σε επίπεδα ελαφρώς υψηλότερα των ιστορικών, καθώς πέρα από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, συγκεκριμένα μέτρα έχουν μειώσει την φοροδιαφυγή, στα οποία περιλαμβάνεται η γενικότερη βελτίωση του ίδιου του Τμήματος Φορολογίας, η σταδιακή ωρίμανση του ΓεΣΥ και η επέκταση της χρήσης πιστωτικών και χρεωστικών καρτών στα σημεία πώλησης.
Ωστόσο, αναφέρει πως «παρά την αναμενόμενη σταθεροποίηση σε υψηλότερα επίπεδα, οι ρυθμοί αύξησης των εσόδων αναμένεται πως μεσοπρόθεσμα θα ομαλοποιηθούν».
Το ΔΣΚ αναφέρει ότι «αφενός η αποκλιμάκωση των ρυθμών αύξησης στα έσοδα και αφετέρου η αύξηση των συνολικών εσόδων του κράτους αντικατοπτρίζουν δύο φαινόμενα που θα πρέπει να τύχουν μεσοπρόθεσμου χειρισμού:
Πρώτο, όπως σημειώνει, τα φορολογικά έσοδα ομαλοποιούνται και «επιστρέφουν» πιο κοντά στους μέσους όρους αυξήσεων καθώς οι ιδιάζουσες συνθήκες που οδηγούσαν σε μέχρι και διψήφιους ρυθμούς αύξησης, ολοκληρώνονται, ενώ λειτουργούν και οι επιδράσεις βάσης.
Δεύτερο, συνεχίζει, το κράτος καθίσταται σταδιακά πιο επεκτατικό επί της οικονομίας, απορροφώντας μεγαλύτερο κομμάτι της προστιθέμενης αξίας που δημιουργεί η οικονομία, επιβαρύνοντας την ιδιωτική επένδυση και δημιουργώντας στρεβλώσεις στην οικονομία και το ιδιωτικό διαθέσιμο εισόδημα.
«Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών των αυξήσεων στα έσοδα, αφιερώνεται σε ανελαστικές δαπάνες της Δημοκρατίας, θα πρέπει να προβληματίσει διότι, ενώ οι αναμενόμενοι ρυθμοί αύξησης στα κρατικά έσοδα ομαλοποιούνται, δεν θα είναι αντίστοιχα εύκολη και η προσαρμογή των δαπανών», υπογραμμίζει.
Μπορεί, όπως εξηγεί, «να εγκλωβιστεί η εκτελεστική εξουσία σε προκυκλικές δημοσιονομικές πρακτικές, οι οποίες είναι αντίθετες με τη συνετή διαχείριση, αλλά και προβληματικές για την οικονομία».
Δαπάνες
Το ΔΣΚ αναφέρει ότι οι κρατικές δαπάνες συνεχίζουν να αυξάνονται ταχύτερα από το ονομαστικό ΑΕΠ, γεγονός που μεταφράζεται σε κρατικό επεκτατισμό ο οποίος θα απαιτήσει αυξήσεις φόρων ή και ταχύτερη επέκταση των παθητικών της Κεντρικής Κυβέρνησης έναντι του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τα οποία σήμερα φτάνουν τα 12,5 δισ. ευρώ και προσεγγίζουν το 40% του ΑΕΠ.
«Το δεδομένο ότι οι δαπάνες αυξάνονται ταχύτερα, τόσο από το ονομαστικό ΑΕΠ, όσο και από τα μεσοπρόθεσμα έσοδα, οδηγεί στην ανάπτυξη σημαντικής ανισοσκέλειας στον προϋπολογισμό, η οποία παραμένει κεκρυμμένη πίσω από παροδικές αυξήσεις εσόδων, και της οποίας η διόρθωση θα πρέπει να θεωρηθεί ως ύψιστη δημοσιονομική προτεραιότητα», υπογραμμίζει
Σημειώνει πως η σταδιακή διόρθωση στον ρυθμό αύξησης των εσόδων καταγράφεται στις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών, αλλά η ταυτόχρονη αύξηση των δαπανών, και δη των ανελαστικών, φαίνεται πως θα καταστήσει ιδιαίτερα δύσκολη -τεχνικά και πολιτικά- την διόρθωση τους.
Ταυτόχρονα, αναφέρει ότι «η εντοπιζόμενη ανισοσκέλεια θέτει σε κίνδυνο μεσοπρόθεσμα τους στόχους του χρέους, οι οποίοι αναμένεται μεν πως θα επιτευχθούν εντός του 2025, αλλά η επίτευξή τους ενδέχεται να είναι παροδική».
«Λαμβάνοντας υπόψη, δε, το υψηλό ρίσκο υλοποίησης στις μειώσεις δαπανών, όπως αναφέρεται πιο κάτω, το θέμα χρήζει ιδιαίτερης προσοχής», προσθέτει.
Το ΔΣΚ διατηρεί την επιφύλαξη του ότι οι ανελαστικές δαπάνες στερούν από την κυβέρνηση τον δημοσιονομικό «χώρο» να λάβει μέτρα ή δράσεις εν όψει απρόβλεπτων αναγκών, ιδίως για τα έτη 2027-2028.
Αναφέρει ότι καθώς ο ρυθμός αύξησης των εσόδων αναμένεται να συνεχίσει να ομαλοποιείται τα επόμενα χρόνια, το υψηλό ποσοστό ανελαστικών δαπανών θα δυσχεραίνει τη προσπάθεια προσαρμογής των συνολικών δαπανών, με πιθανό το ενδεχόμενο οι «δύσκολες» πολιτικά και δημοσιονομικά αποφάσεις να καταστούν αναπόφευκτες,
Αναφέρει επίσης ότι θα καταστεί μακροοικονομικά, δημοσιονομικά και πολιτικά πιο δύσκολη η απορρόφηση υψηλών μελλοντικών αναγκών για υψηλές δαπάνες. Τέτοιες ανάγκες σχετίζονται με εξωγενείς/γεωπολιτικούς παράγοντες, την Άμυνα, την Πράσινη Μετάβαση, τον περιορισμό των επιπτώσεων από καιρικές και περιβαλλοντικές συνθήκες και την επιβεβλημένη επιτάχυνση της ψηφιακής μετάβασης του κράτους.
Προσθέτει ότι ιδιαίτερα σημαντικό είναι το ότι δυσχεραίνεται η διατήρηση αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής και η εκάστοτε κυβέρνηση εγκλωβίζεται σε προκυκλική δημοσιονομική πολιτική, κάτω από το βάρος, τόσο των πολιτικών πιέσεων, όσο και των διαρθρωτικών χαρακτηριστικών των κρατικών δαπανών.
Μισθολόγιο και ΑΤΑ
Αναφορικά με το κρατικό μισθολόγιο, το ΔΣΚ αναφέρει ότι αυτό καταγράφει μέχρι τον Μάιο 2025 αύξηση της τάξης του 7,3% και βρίσκεται εντός τροχιάς των προϋπολογισμών.
«Η συνέχιση της οξείας αύξησης των προσλήψεων που σχετίζονται με την Παιδεία, και αφετέρου η αναθεώρηση της ΑΤΑ, η οποία κατά τη σύνταξη της παρούσας Έκθεσης βρίσκεται υπό διαβούλευση, αναμένεται πως θα διαφοροποιήσουν προς τα πάνω το συνολικό κρατικό μισθολόγιο», προσθέτει.
Σύμφωνα με το ΔΣΚ, κάτω από τις νέες συνθήκες των Κανόνων Οικονομικής Διακυβέρνησης, αλλά και έχοντας υπόψη το δεδομένο ότι η Δημοκρατία βρίσκεται ήδη σε υπέρβαση δαπανών σε σχέση με τις υποχρεώσεις της, εκτιμούμε ως ιδιαίτερα σημαντική την παρακολούθηση της όποιας μη προγραμματισμένης αύξησης στο κόστος του μισθολογίου.
Ωστόσο, το ΔΣΚ τονίζει πως σε περίπτωση που το επί μέρους κόστος της ΑΤΑ, ή οποιοσδήποτε άλλος παράγοντας (πχ νέες προσλήψεις) οδηγήσουν σε αυξήσεις πέρα από τις υπεσχημένες στην Έκθεση Προόδου και το ΣΠΔΠ, τότε η εκτελεστική εξουσία θα βρεθεί ενώπιων δύο επιλογών που είναι να ανακοινώσει ταυτόχρονες μειώσεις δαπανών από άλλες δράσεις και προγράμματα που εμπίπτουν στις Καθαρές Πρωτογενείς Δαπάνες, οι οποίες να είναι ισόποσες με την υπέρβαση στο κόστος μισθολογίου ή να ανακοινώσει επιδείνωση της υπέρβασης δαπανών σε σχέση με τις υποχρεώσεις της, μέχρι τον ορίζοντα του 2028.
Νέοι Δημοσιονομικοί Κανόνες
Το ΔΣΚ αναφέρει ότι με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, αλλά και τους σχετικούς σχεδιασμούς, η Κυπριακή Δημοκρατία πολύ πιθανόν να βρεθεί σε υψηλή υπέρβαση δαπανών αλλά με χρέος κάτω του ορίου του 60% και προσθέτει πως «θα ήταν συνετή η εξασφάλιση επίσημης τοποθέτησης από πλευράς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πως, η υπέρβαση δεν θα μεταφραστεί σε λήψη μέτρων εναντίων της Δημοκρατίας, εφόσον το χρέος θα παραμένει κάτω του 60%, κάτι που «θα αφαιρούσε σημαντικούς κινδύνους, όχι μόνο για τα δημόσια οικονομικά, αλλά και για την οικονομία γενικότερα».
Δασική Πυρκαγιά στην Ορεινή Λεμεσό 2025
Εξάλλου, σε ένθετο του για την δασική πυρκαγιά στην Ορεινή Λεμεσό το 2025, το ΔΣΚ αναφέρει μεταξύ άλλων την ανησυχία του σε σχέση με τις αναδυόμενες ανάγκες για ενίσχυση υποδομών και προετοιμασία για τις επιπτώσεις της κλιματική αλλαγής, και δη του φυσικού κινδύνου και προσθέτει ότι «στους μεσοπρόθεσμους σχεδιασμούς, η συμπερίληψη των δαπανών για άμβλυνση του φυσικού ρίσκου που προκύπτει από την κλιματική αλλαγή, καθίσταται όλο και πιο σημαντική».
Οι συγκεκριμένες δαπάνες ενδέχεται να επηρεάσουν σημαντικά, τόσο την δημοσιονομική Τροχιά Δαπανών, όσο και τους Μεσοπρόθεσμους σχεδιασμούς, όπως αυτοί υπόκεινται στους νέους Κανόνες Οικονομικής Διακυβέρνησης, αν η Δημοκρατία συνεχίσει να μην τους συμπεριλαμβάνει στα δημοσιονομικά της πλάνα.
Επίσης, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι οι ανάγκες για ενίσχυση υποδομών και προετοιμασίας για την αντιμετώπιση των ακραίων φαινομένων δεν μπορούν να θεωρούνται ως απρόβλεπτες καθώς οι τάσεις είναι πλέον καλά καταγεγραμμένες από σειρά φορέων, περιλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ότι τα φαινόμενα ακραίων φυσικών καταστροφών αναμένεται πως θα επιδεινωθούν, τόσο σε συχνότητα όσο και σε σοβαρότητα τα επόμενα χρόνια.
«Η προετοιμασία για την πιθανή αυτή εξέλιξη είναι ήδη σε καθυστέρηση, όπως αναφέραμε και παλαιότερα», καταλήγει.