27.8 C
Nicosia
Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025 | 22:26

Μνήμες 1974: Οι αγωνιώδεις προσπάθειες του τότε φοιτητή Ν.Παπακλεοβούλου να επιστρέψει από την Αθήνα για να πολεμήσει

Τη δική του μαρτυρία για τις μαύρες ημέρες της τουρκικής εισβολής δίνει ο Νίκος Παπακλεοβούλου, μουσικός παραγωγός, στιχουργός και σκηνοθέτης από τη Χλώρακα, που ως φοιτητής τότε στην Αθηνά με το που ξέσπασε η τουρκική εισβολή άρχισε να αναζητά τρόπους επιστροφής στην Κύπρο.

Ερωτηθείς σε ποια ηλικία και σε ποια φάση της ζωής του, βρισκόταν όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο κ. Παπακλεοβούλου σημείωσε πως όταν έγινε η τουρκική εισβολή ήταν 23 χρονών και βρισκόταν στην Αθήνα, όπου σπούδαζε μαθηματικός στη Φυσικομαθηματική Σχολή Αθηνών. Συγκεκριμένα του είχαν απομείνει δύο μαθήματα για να πάρει το πτυχίο του. Προκειμένου να ελαφρύνει οικονομικά τους γονείς του, μετά τις εξετάσεις άρχισε δουλειά σε τουριστικό γραφείο, όπου θα εργαζόταν μέχρι μέσα Αυγούστου και μετά θα μετάβαινε στη Κύπρο.

Κληθείς να σχολιάσει ποιες ήταν οι πρώτες και άμεσες αντιδράσεις των νέων Κυπρίων φοιτητών στην Αθήνα αλλά και ποια ήταν τα συναισθήματα του όντως μακριά από τον τόπο κατά την τουρκική εισβολή, ο κ. Παπακλεοβούλου είπε ότι διακατέχονταν από «οργή, αγωνία αλλά πάνω από όλα έντονη επιθυμία να βρεθούμε στο μέτωπο και να υπερασπίσουμε τα άγια χώματα». Αυτά «ήταν τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν στις καρδιές μας μόλις πληροφορηθήκαμε το τραγικό γεγονός της τουρκικής εισβολής. Ζητούσαμε επιτακτικά από τη μάνα Ελλάδα να προστατεύσει τη Κύπρο και βέβαια να αξιοποιήσει και τις δικές μας στρατιωτικές ικανότητες, δεδομένου ότι πριν έρθουμε στην Ελλάδα για σπουδές είχαμε υπηρετήσει και ολοκληρώσει τη στρατιωτική μας θητεία».

Ο Νίκος Παπακλεοβούλου ακολούθως αναφέρθηκε στη μεθόδευση της καθόδου του στην Κύπρο.

Συγκεκριμένα, είπε, «το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974 ευρισκόμενος στο γραφείο όπου εργαζόμουν πληροφορήθηκα από το ραδιόφωνο την επιχείρηση των Τούρκων για εισβολή στην Κύπρο. Αμέσως έτρεξα και άνοιξα τα γραφεία της ΕΦΕΚ. Ήμουνα το μόνο μέλος του Δ.Σ της ΕΦΕΚ που βρισκόταν τότε στην Ελλάδα. Πολύ γρήγορα  άρχισαν να καταφθάνουν στα γραφεία αρκετοί Κύπριοι φοιτητές. Σε ενωτικό πνεύμα προέβηκα άμεσα σε κατάρτιση διαφόρων επιτροπών σε μια προσπάθεια πανεθνικής κίνησης για αντιμετώπιση της εισβολής».

«Η βούληση όλων μας», συνέχισε, «ήταν η άμεση επιστράτευση μας και αποστολή στο μέτωπο για αντιμετώπιση της εισβολής ή οπουδήποτε αλλού έκρινε η πατρίδα αφού η Ελλάδα είχε κηρύξει γενική επιστράτευση. Μεταβήκαμε λοιπόν στα αρμόδια στρατολογικά γραφεία ζητώντας επιτακτικά τη στρατολόγηση μας αίτημα που δυστυχώς απορρίφθηκε». Στη συνέχεια μας ανέφερε ότι διοργάνωσαν μια σειρά συλλαλητηρίων, ζητώντας την άμεση αποστολή στρατιωτικής δύναμης στην Κύπρο και την ενεργοποίηση του απανταχού ελληνισμού προς αντιμετώπιση της τουρκικής εισβολής.

Το πρωί της 22ας Ιουλίου μετέβησαν στο Πεντάγωνο όπου συναντήθηκαν με το Γενικό Επιτελείο προκειμένου να ενημερωθούν για την κατάσταση στην Κύπρο στο μέτωπο της εισβολής και να ζητήσουν την άμεση μεταφορά τους στην Κύπρο. Κατά τη συνάντηση, παρά την προσπάθεια των επιτελών να παρουσιάσουν την κατάσταση ως μερικώς ελεγχόμενη, διείδανε -δήλωσε – στα πρόσωπα τους ότι η κατάσταση ήταν τραγική.

 «Ζητήσαμε να στρατολογηθεί ή να επιταχθεί μέσο για μετάβαση μας στη Κύπρο και αποχωρήσαμε με τη διαβεβαίωση τους ότι θα εξευρεθεί μέσο και θα ειδοποιηθούμε άμεσα. Επιστρέψαμε στα γραφεία της ΕΦΕΚ και ενημερώσαμε σχετικά τους Κύπριους συναδέλφους μας που σημειωτέο είχαν καταφθάσει κατά χιλιάδες από όλα τα μέρη της Ελλάδος αλλά και του εξωτερικού. Τους γνωστοποιήσαμε ότι σε περίπτωση εξεύρεσης μέσου θα υπάρχει σχετική ανακοίνωση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να συγκεντρωθούν στα γραφεία της ΕΦΕΚ, χωρίς βέβαια να αναφέρεται ο λόγος της συγκέντρωσης. Είχαμε προς τούτο εξασφαλίσει τη βοήθεια των μέσων ενημέρωσης», πρόσθεσε.

Πράγματι, συνέχισε ο κ. Παπακλεοβούλου, το απόγευμα της 22ας Ιουλίου, τα ραδιόφωνα κάλεσαν τους Κυπρίους φοιτητές να συγκεντρωθούν στα γραφεία της ΕΦΕΚ. Είχαν, όπως είπε, ενημερωθεί αρμοδίως ότι στρατολογήθηκε το επιβατηγό πλοίο «Ρέθυμνο» και όσοι επιθυμούσαν έπρεπε να μεταβούν στον Πειραιά. Ενημέρωσαν προς τούτο τους συγκεντρωμένους καθώς επίσης και αρκετούς μέσω τηλεφώνου. Παρέμεινε σχεδόν τελευταίος ο ίδιος στα γραφεία και αφού κλείδωσε, μετέβηκε στο Πειραιά και ανέβηκε στο πλοίο «Ρέθυμνο».

Εκεί βρέθηκε, σημείωσε, μπροστά σε δύο εκπλήξεις, μια δυσάρεστη και μια ευχάριστη. Η δυσάρεστη ήταν ότι ενώ χιλιάδες άτομα του ζητούσαν επιτακτικά να βρεθεί μέσο, μόνο περί τα 600 άτομα ανέβηκαν στο πλοίο. Η ευχάριστη έκπληξη ήταν ότι πάνω στο πλοίο υπήρχε τάγμα ελληνικού στρατού πλήρως εξοπλισμένο. Επικεφαλής της αποστολής ήταν ο Παπαποστόλου, γνωστός στρατιωτικός που είχε υπηρετήσει στη Κύπρο ως Διοικητής των ΛΟΚ.

Αμέσως συγκεντρώθηκαν όλοι και έγινε συγκρότησή τους σε τάγμα (λόχοι, διμοιρίες, ομάδες) με ανάθεση ρόλου σε κάθε άτομο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία των εθελοντών είχε υπηρετήσει στην Κυπριακή Εθνοφρουρά έχοντας, σημείωσε, το αξίωμα αξιωματικού και υπαξιωματικού. Ακολούθως τους γνωστοποιήθηκε ότι προορισμός ήταν το λιμάνι της Λεμεσού όπου θα τους παρεχόταν ο σχετικός οπλισμός και θα τους παραλάμβαναν στρατιωτικά οχήματα για να μεταβούνε στο μέτωπο του Αγίου Ιλαρίωνα. Στο τάγμα τους, δόθηκε το όνομα «Ιερός Λόχος».

«Διατηρούσαμε όλοι υψηλό ηθικό. Ακόμη και όταν ανοικτά της Ρόδου είδαμε να αναδύεται ένα υποβρύχιο αγνώστου εθνότητας δεν φοβηθήκαμε καθόλου», είπε και συνεχίζοντας την αφήγηση του ανέφερε πως «περί τις μεταμεσονύχτιες ώρες της 23ης προς 24 Ιουλίου νιώσαμε ένα δυνατό τράνταγμα του πλοίου που όπως διαπιστώσαμε αργότερα οφειλόταν σε απότομη αλλαγή πλεύσης του. Η ακύρωση της αποστολής είχε δρομολογηθεί». Έτρεξε, ανέφερε και ρώτησε τον αρχηγό αποστολής τι συνέβη και του απάντησε ότι έλαβε διαταγή να πλεύσουν προς Ρόδο διότι αναμενόταν τουρκική εισβολή στο νησί και ήταν η πλησιέστερη προς το νησί στρατιωτική δύναμη. «Το πλοίο προσέγγισε τη Ρόδο και με έκπληξη είδαμε στη προβλήτα του λιμανιού αμέριμνους πολίτες να απολαμβάνουν τον καλοκαιρινό περίπατο τους…», είπε.

«Καταλάβαμε», είπε, «ότι υπήρξε νεότερη εντολή για ματαίωση της επιχείρησης με πολλά ερωτηματικά τα οποία δυστυχώς ακόμη παραμένουν αναπάντητα και λυπάμαι που δεν γίνεται καμία αναφορά στο φάκελο της Κύπρου. Το πιο πιθανό είναι ότι εντάσσεται στο γενικό σχέδιο προδοσίας… Έτσι ματαιώθηκε η αποστολή και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Με βαριά καρδιά και πλήρως απογοητευμένοι τα ξημερώματα της 25ης Ιουλίου επιστρέψαμε και αποβιβασθήκαμε στο Κερατσίνι», συμπλήρωσε .

Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας ανέβηκε στα γραφεία της ΕΦΕΚ μαζί με άλλα άτομα που συμμετείχαν στην αποστολή. Η κατάσταση που αντιμετωπίσανε εκεί ήταν τραγελαφική. «Φοιτητές και άλλα άτομα  από διάφορους χώρους κυρίως άγνωστοι σε μας είχαν καταλάβει τα γραφεία και έστησαν τραπεζάκια οργάνωσης εράνων. Μόλις μας αντίκρισαν βέβαια εξαφανίσθηκαν. Επιδοθήκαμε κυρίως σε καθημερινές διαδηλώσεις και πορείες, καλώντας τη κυβέρνηση να προστατεύσει στρατιωτικά τη Κύπρο αλλά και να βοηθήσουμε τους φοιτητές που είχαν φθάσει από την επαρχία και το εξωτερικό κυρίως σε θέματα σίτισης και προσωρινής στέγασης. Παράλληλα συνεχίζαμε τις προσπάθειες μας για εξεύρεση μέσου για κάθοδο στη Κύπρο».

Ευθύς μόλις επετεύχθη εκεχειρία και τερματίστηκε η πρώτη φάση της εισβολής, ήρθαμε, είπε, «σε επαφή με τον εφοπλιστή Ποταμιάνο ο οποίος διέθεσε για τη μετάβαση των Κυπρίων φοιτητών στη Κύπρο το επιβατικό πλοίο «Ιάσων» έναντι συμβολικού εισιτηρίου. Με το πλοίο αυτό αναχωρήσαμε στις 3 Αυγούστου για Κύπρο όπου και τελικά μεταβήκαμε. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν το πρώτο μεταφορικό μέσο που προσέγγισε τη Κύπρο κατά το μεσοδιάστημα πρώτης και δεύτερης φάσης της Τουρκικής εισβολής» .

Τα άτομα που μετέβησαν στην Κύπρο ήταν, όπως είπε, «περίπου τα ίδια που μετείχαν στην αποστολή του πλοίου Ρέθυμνο. Όσοι μεταβήκαμε στη Κύπρο παρουσιασθήκαμε και στρατολογηθήκαμε όπως ορίζεται από το νόμο περί επιστρατεύσεως, στα οικεία στρατολογικά κέντρα. Έτσι ο καθένας μας έδωσε το παρών στις δύσκολες στιγμές της δεύτερης φάσης της εισβολής στα σημεία ευθύνης της μονάδας του».

Και όπως σημείωσε, ως Παφίτης, παρουσιάστηκε στο στρατολογικό γραφείο της Πάφου και εντάχτηκε στον λόχο που είχε την ευθύνη περιφρούρησης των δύο τουρκοκυπριακών θυλάκων που είχαν απομείνει, τα χωριά Σταυροκόνου και Βρέτσια. Δυστυχώς περί τα 35 άτομα που είχαν κατέβει στη Κύπρο με το «Ιάσων», έχασαν τη ζωή τους στα πεδία των μαχών ή αγνοούνται.

Πηγή: ΚΥΠΕ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Press Room

Μείνετε ενημερωμένοι με τo newsletter μας!

ΑρχικήΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣΜνήμες 1974: Οι αγωνιώδεις προσπάθειες του τότε φοιτητή Ν.Παπακλεοβούλου να επιστρέψει από...