Ως Ευρώπη λίγο ή πολύ μας επηρεάζουν όλα. Κι όχι ότι δεν το ξέραμε ήδη από την ομιλία του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Τζέι Ντι Βανς στο Μόναχο ή την συνέντευξη του ειδικού απεσταλμένου του Αμερικανού προέδρου Στιβ Γουίτκοφ στον Τάκερ Κάρλσον αλλά η γκάφα με την κατά λάθος προσθήκη του δημοσιογράφου του Atlantic σε ομαδική συνομιλία ανώτερων Αμερικανών αξιωματούχων δείχνει ότι έχουμε «ορφανέψει» από τις ΗΠΑ, που θεωρούν τους Ευρωπαίους όχι συμμάχους αλλά «αξιολύπητους τζαμπατζήδες».

Η συνειδητοποίηση αυτή, κι όχι τόσο η επιθετικότητα της Ρωσίας- η οποία εισέβαλε στην Ουκρανία πριν από τρία χρόνια- φαίνεται ότι οδηγεί σε μια νέα εποχή και δύσκολες, αν όχι οδυνηρές, αποφάσεις.

«Οι περισσότεροι σύμμαχοι των ΗΠΑ δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αποδεχθούν τις απαιτήσεις του Τραμπ και να ελπίζουν σε ένα reset μετά την αποχώρησή του. Αλλά η Ευρώπη είναι διαφορετική περίπτωση. Διαθέτει τόσο το συλλογικό βάρος για να αντισταθεί στις απαιτήσεις του Τραμπ όσο και το υπαρξιακού τύπου κίνητρο για να το κάνει», όπως το βλέπει ο  πρόεδρος και ιδρυτής της διεθνούς εταιρείας πολιτικών συμβούλων Eurasia Group.

Ανασφάλεια και εξοπλιστικός πυρετός

Μπροστά στην αβεβαιότητα και την εγκατάλειψη των ΗΠΑ, αν και το τελευταίο διάστημα έχουν πέσει οι τόνοι, η Ευρώπη νιώθει ακάλυπτη και σπεύδει να επανεξοπλιστεί υπό το σύνθημα «αν θέλουμε την ειρήνη πρέπει να προετοιμαζόμαστε για πόλεμο». Τα χρηματοδοτικά εργαλεία του σχεδίου Rearm Europe, η ρήτρα διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες και γενικότερα η νέα προσέγγιση στην άμυνα όπως υπαγορεύεται στη λευκή βίβλο σημαίνουν μόνο ένα πράγμα, στροφή στον εξοπλιστικό πυρετό.

Το κατά πόσο είναι όμως εύστοχη αυτή η προσέγγιση αμφισβητείται. Άλλοι υποστηρίζουν ότι η πολεμική μηχανή που παίρνει μπρος θα στερήσει πόρους από άλλους κρίσιμους τομείς. Άλλοι μιλούν για ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και κοινή ευρωπαϊκή άμυνα. Άλλοι προειδοποιούν  πως η πραγματική ασφάλεια δεν αφορά τόσο τις στρατιωτικές δαπάνες όσο την εσωτερική ενότητα, την οικονομική ασφάλεια και την κοινωνική σταθερότητα. Και άλλοι πάλι εκτιμούν ότι η ΕΕ φαίνεται μετά από καιρό να έχει πάρει το μήνυμα και να κινείται σε καλό δρόμο, αν και, κατ’αυτή την άποψη, χρειάζεται να κάνει περισσότερα: να δει την ζούγκλα που έχει μετατραπεί ο πλανήτης και να συμπεριφερθεί σαν βρισκόμαστε στο 1938.

Οι ΗΠΑ θέλουν αποσύνδεση

Αν η στάση της Ευρώπης είναι λανθασμένη θα το δείξει ο χρόνος. Αυτό που ξέρουμε ήδη είναι ότι το κίνητρο που την παρακινεί είναι εύλογο. Γιατί από τη μία μπροστά μας βρίσκεται ένας αναξιόπιστος σύμμαχος που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε επιθετική δύναμη κι από την άλλη ως Ευρώπη βασιζόμαστε σε αυτόν ακριβώς τον σύμμαχο για την ασφάλειά μας, είτε μέσω ΝΑΤΟ- παρέχοντας εξοπλισμό, δυνάμεις, πληροφορίες και συντονισμό- είτε μέσω της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας.

Όπως και να έχει, στην άλλη πλευρά, το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την ευρωπαϊκή άμυνα βαίνει μειούμενο. Η κυβέρνηση Τραμπ θέλει οι ΗΠΑ να περιορίσουν την επί δεκαετίες στρατιωτική υποστήριξη της Ουάσιγκτον στην Ευρώπη, να αποσύρουν τις δυνάμεις τους και να συρρικνώσουν γενικότερα το αποτύπωμά τους.

Η κυβέρνηση Τραμπ φέρεται επίσης να σκέφτεται να παραδώσει τον ρόλο του Ανώτατου Συμμαχικού Διοικητή Ευρώπης του ΝΑΤΟ (SACEUR), μια θέση που κατείχε πάντα Αμερικανός στρατηγός, εξασφαλίζοντας ότι η ηγεσία της πιο ολοκληρωμένης προσπάθειας της Ευρώπης για συντονισμένη κινητικότητα εξαρτάται από την Ουάσιγκτον.

Ο λογαριασμός

Πόσο όμως θα στοίχιζε στην Ευρώπη η προσπάθεια αντικατάστασης του κενού που θα μπορούσαν να αφήσουν οι ΗΠΑ σε δυνατότητες και εξοπλισμό; Περίπου 1 τρισ. δολάρια κατά τα επόμενα 25 χρόνια, απαντάει το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (IISS).

Το κόστος αυτό προκύπτει με βάση την υπόθεση ότι η Ευρώπη (και το ΝΑΤΟ) θα κληθεί να αμυνθεί έναντι μιας μελλοντικής απειλής από τη Ρωσία χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπολογίζονται δηλαδή το κόστος και οι αμυντικές πρόοδοι της βιομηχνίας που απαιτούνται για μια τέτοια πιθανότητα.

Πιο συγκεκριμένα, η αξιολόγηση προϋποθέτει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει τελειώσει μέχρι τα μέσα του 2025 με συμφωνία κατάπαυσης του πυρός και ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα έχει ξεκινήσει τη διαδικασία αποχώρησης από το ΝΑΤΟ, απομακρύνοντας προσωπικό, εξοπλισμό, αποθέματα και προμήθειες από την Ευρώπη.

Στην έκθεση του IISS, που κυκλοφόρησε την Τετάρτη, σημειώνεται ότ:

  • Το υψηλότερο τίμημα προκύπτει από την αντικατάσταση της αμερικανικής αεροπορικής δύναμης θα φέρει το υψηλότερο τίμημα.  Συγκεκριμένα, περίπου το ένα πέμπτο του συνολικού ποσού θα έπρεπε να δαπανηθεί σε 400 επιπλέον αεροσκάφη σε όλη την Ευρώπη.

Η εξασφάλιση της χρηματοδότησης θα ήταν δυνατή, σημειώνεται, αλλά θα συνεπαγόταν σημαντικές προκλήσεις και θα απαιτούσε «ριζοσπαστικές προσεγγίσεις στις αμυντικές δαπάνες που θα έρθουν πιο κοντά στα επίπεδα του Ψυχρού Πολέμου, όπου θα απαιτούνταν δαπάνες άνω του 3% του ΑΕΠ.

Υπενθυμίζεται ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θεωρεί πως ο στόχος των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να αυξηθεί στο 5% του ΑΕΠ, από το υφιστάμενο όριο του 2%. Ήδη από την πρώτη του θητεία στον Λευκό Οίκο είχε επικρίνει τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ που δεν μπόρεσαν να «πιάσουν» το όριο του 2%. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΝΑΤΟ τον Απρίλιο,  οκτώ από τις 32 χώρες  δεν έχουν φτάσει το 2%. Μάλιστα, σύμφωνα με δημοσιεύματα, οι διαπραγματευτές της στρατιωτικής συμμαχίας σημειώνουν πρόοδο προς την κατεύθυνση επίτευξης του στόχου για αμυντικές και σχετικές με την άμυνα δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ έως το 2032.

  • Το 15% θα έπρεπε να καλύψει το κόστος αντικατάστασης των 20 αντιτορπιλικών των ΗΠΑ.
  • Η αντικατάσταση 128.000 στρατιωτών των ΗΠΑ θα κόστιζε πάνω από 12 δισ. δολάρια.

Σύμφωνα με την έκθεση, η ανοικοδόμηση της ευρωπαϊκής αμυντικής ικανότητας είναι δυνατή μεσοπρόθεσμα εάν αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες. Η έκθεση υπογραμμίζει όμως το υψηλό κόστος που σημαίνει για τις ευρωπαϊκές χώρες η κάλυψη του κενού ασφαλείας που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν οι ΗΠΑ καθώς και τα διλήμματα που δημιουργούνται από την αβεβαιότητα σχετικά με τους συγκεκριμένους τομείς από όπου σκοπεύουν να αποσυρθούν οι ΗΠΑ.

Τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ θα αντιμετώπιζαν σημαντικές προκλήσεις εάν οι ΗΠΑ σταματούσαν να είναι προσηλωμένες στις αμυντικές τους δεσμεύσεις στην ήπειρο, καταλήγει η έκθεση, ειδικά δεδομένου ότι οι εκτιμήσεις των ειδικών υποστηρίζουν ότι η Ρωσία θα μπορούσε να ανασυγκροτήσει τις χερσαίες δυνάμεις της έως το 2027 μετά την κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία.

Πηγή: Ναυτεμπορική, Ιωάννα Βαρδαλαχάκη  [email protected]