Επιπλέον η ενίσχυση της απασχόλησης θα συμβάλλει στην περαιτέρω αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Σύμφωνα με σημείωμα της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) «note on the greek economy”, η αυξημένη αβεβαιότητα λόγω της εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ, τυχόν μη απορρόφηση πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, καθυστέρηση στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων που συμβάλλουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας αλλά και πιθανές φυσικές καταστροφές θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Πιο συγκεκριμένα, η ΤτΕ εκτιμά ότι τη διετία 2025-2026, η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,3% και 2,1% αντίστοιχα, καταγράφοντας σημαντικά υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης σε σχέση με την ευρωζώνη. Κύριοι παράγοντες ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας θα συνεχίσουν να είναι οι δαπάνες για επενδύσεις, χάρη και στη συμβολή των ευρωπαϊκών κονδυλίων, και η ιδιωτική κατανάλωση, εξαιτίας της ενίσχυσης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης της απασχόλησης, της αύξησης των μισθών και των αυξήσεων των κατώτατων μισθών. Μία ακόμα αιτία είναι η υποχώρηση του πληθωρισμού ο οποίος εκτιμάται ότι από 2,9% φέτος θα υποχωρήσει στο 2,3% το 2026 και στο 2,5% το 2027

Επιπλέον, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα υποχωρήσει κάτω από το 150% του ΑΕΠ το 2025. Παράλληλα η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα. Η ΤτΕ εκτιμά ότι οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται να συμβάλλουν στην περαιτέρω βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και σε νέες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης.

Οι συνολικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται μεσοσταθμικά κατά 3,5% την περίοδο 2025-2026 και κατά 3,8% το 2027. Ωστόσο, η συμβολή του εξωτερικού τομέα στο ΑΕΠ θα είναι γενικά ουδέτερη κατά μέσο όρο τα επόμενα χρόνια, λόγω της ισχυρής επενδυτικής δραστηριότητας που αναμένεται να αυξήσει τις εισαγωγές (αύξηση 3,5%, 3,7%, 2,9% τα έτη 2025, 2026 και 2027 αντίστοιχα).

Το 2027, το Ταμείο Ανάκαμψης θα ολοκληρώσει τον «κύκλο» του επηρεάζοντας αρνητικά την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων. Ωστόσο προβλέπεται ότι και τότε η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2%, υποστηριζόμενη από την ιδιωτική κατανάλωση και την αύξηση των εξαγωγών.

Όσον αφορά τον πληθωρισμό, η ΤτΕ προβλέπει ότι θα μειωθεί σημαντικά τα επόμενα δύο χρόνια. «Μέχρι το τέλος του 2026, ο πληθωρισμός θα συγκλίνει (προς το όριο του 2%), αλλά θα παραμείνει ελαφρώς πάνω από αυτό. Ωστόσο, το 2027 αναμένεται μια εφάπαξ αύξηση του πληθωρισμού στο 2,5%». Ο δομικός πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί στο 2,2% έως το 2027, αντανακλώντας κυρίως «τη μείωση του πληθωρισμού των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και σε μικρότερο βαθμό του πληθωρισμού των υπηρεσιών».

Οι κίνδυνοι

Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σχετίζονται με:

α) αυξημένη παγκόσμια πολιτική αβεβαιότητα εν μέσω δασμών που επιβάλλονται από τις ΗΠΑ σε σχεδόν όλες τις χώρες του κόσμου, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μείωση του παγκόσμιου εμπορίου και των επενδύσεων,

β) φυσικές καταστροφές που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης,

γ) χαμηλότερο από το αναμενόμενο ποσοστό απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης

δ) εντεινόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας και

ε) καθυστέρηση στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα επιβράδυναν τη διαδικασία ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.

Αντίθετα θετική επίδραση θα έχουν τα υψηλότερα από το αναμενόμενο τουριστικά έσοδα

Ταμείο Ανάκαμψης

Όπως σημειώνεται, την περίοδο 2021-2027, η Ελλάδα δικαιούται να λάβει περισσότερα από 70 δισ. ευρώ από κονδύλια της Ε.Ε. Περίπου τα μισά από αυτά τα κεφάλαια (36 δισ. ευρώ) σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης. Τα υπόλοιπα προέρχονται από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία.

Τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης στοχεύουν σε έργα υψηλής προστιθέμενης αξίας που ενισχύουν την ανάπτυξη στους τομείς της εξοικονόμησης ενέργειας, της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια, του ψηφιακού μετασχηματισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, της απασχόλησης, της κοινωνικής συνοχής και των ιδιωτικών επενδύσεων.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η πλήρης εκτέλεση του Εθνική Σχεδίου Ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0» θα συμβάλει σε σημαντική αύξηση 7% του πραγματικού ΑΕΠ έως το 2026, κυρίως λόγω της αύξησης των συνολικών επενδύσεων και της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής.

Ταυτόχρονα, θα συμβάλει στην αύξηση της απασχόλησης, των ιδιωτικών επενδύσεων, των εξαγωγών και των φορολογικών εσόδων. «Η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης προβλέπεται να επιφέρει μόνιμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής (κατά τη διάρκεια δέκα ετών)» τονίζεται χαρακτηριστικά.

Βραχυπρόθεσμες προκλήσεις οικονομικής πολιτικής:

·       Έλεγχος του πληθωρισμού.

·       Επιτάχυνση των επενδύσεων, εν μέρει μέσω της κινητοποίησης των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων.

·       Αντιμετώπιση των αναδυόμενων ελλείψεων στην αγορά εργασίας και της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων.

·       Σχεδιασμός στρατηγικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και μέτρων πρόληψης καταστροφών.

·       Διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας μέσω επενδύσεων σε καθαρή ενέργεια.

·       Διατήρηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας.

·       Αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Μεσοπρόθεσμες έως μακροπρόθεσμες προκλήσεις οικονομικής πολιτικής:

·       Διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων σε εκτεταμένο χρονικό ορίζοντα για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.

·       Εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για τη στήριξη της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.

·       Αντιμετώπιση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

·       Επιτάχυνση στο ρυθμό του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων και συνέχιση της βελτίωσης της διαχείρισης των κρατικών περιουσιακών στοιχείων με σκοπό την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων.

·       Προώθηση της καινοτομίας, της εκπαίδευσης και του κεφαλαίου που βασίζεται στη γνώση.

Πηγή: Ναυτεμπορική, Ραλλού Αλεξοπούλου  [email protected]