Ο Αλεξέι Ναβάλνι συνελήφθη από την αστυνομία κατά την άφιξή του στο αεροδρόμιο Σερεμέτιεβο της Μόσχας, την ώρα που επρόκειτο να περάσει από τον έλεγχο διαβατηρίων.
Οι ρωσικές σωφρονιστικές αρχές (FSIN) επιβεβαίωσαν την σύλληψή του. Σε ανακοίνωσή του το FSIN διευκρινίζει ότι ο Αλεξέι Ναβάλνι περιλαμβάνεται σε λίστα καταζητουμένων από τις 29 Δεκεμβρίου 2020 για παραβίαση των όρων αναστολής ποινής φυλάκισης, η οποία είχε επιβληθεί το 2014. “Ο Αλεξέι συνελήφθη χωρίς να εξηγηθεί ο λόγος της σύλληψής του…Δεν μου επέτρεψαν να τον πλησιάσω” όταν πέρασε τα σύνορα, δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο η δικηγόρος του Ολγκα Μιχαίλοβα.
Οι ρωσικές σωφρονιστικές υπηρεσίες είχαν απειλήσει από την Πέμπτη ότι θα συλληφθεί εάν πατούσε το πόδι του στην Ρωσία. Του προσάπτουν ότι δεν παρουσιαζόταν στις αρχές δύο φορές τον μήνα, όπως επιβάλλουν οι όροι ποινής φυλάκισης πέντε ετών με αναστολή στην οποία είχε καταδικασθεί το 2014. Πολλοί υποστηρικτές του Ναβάλνι συνελήφθησαν επίσης σήμερα στην Μόσχα.
Η σύλληψη του Αλεξέι Ναβάλνι κατά την άφιξή του στην Μόσχα είναι “απαράδεκτη”, δήλωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ ζητώντας την “άμεση απελευθέρωσή του” από την Μόσχα.
Ο 44χρονος πρώην δικηγόρος είχε μεταφερθεί τον Αύγουστο ημιθανής στο Βερολίνο προερχόμενος από το Ομσκ της Σιβηρίας. Έπειτα από τρεις εβδομάδες σε κώμα, τρία ευρωπαϊκά εργαστήρια αποφάνθηκαν με απόλυτη βεβαιότητα: ο Αλεξέι Ναβάλνι προσεβλήθη από έναν παράγοντα τύπου Novitchok, μίας νευροτοξικής ουσίας η οποία είχε παρασκευασθεί από τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες για στρατιωτικούς σκοπούς.
Μόλις συνήλθε, ο Ναβάλνι πέρασε στην αντεπίθεση: μετά το συμπέρασμα κοινής δημοσιογραφικής έρευνας μέσων ενημέρωσης ότι η επίθεση εναντίον του ήταν έργο των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών (FSB), έδωσε στη δημοσιότητα τηλεφωνική συνομιλία στην οποία δηλώνει ότι παγίδευσε έναν από τους Ρώσους πράκτορες που τον παρακολουθούσαν εδώ και χρόνια. Εκείνος, θεωρώντας ότι μιλάει με ανώτερό του, ομολογεί ολόκληρη την υπόθεση της επίθεσης κατά του Ναβάλνι,
Ο ίδιος ο Ναβάλνι λέει ότι όλα ενορχηστρώθηκαν κατόπιν απευθείας εντολής του Βλαντίμιρ Πούτιν, του ορκισμένου εχθρού του, που δεν προφέρει ούτε το όνομά του και αρνείται τις κατηγορίες.