Οι μέχρι στιγμής δηλώσεις των στελεχών της κυβέρνησης του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ για την Ουκρανία είναι «γενικά ενθαρρυντικές», δήλωσε ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Νέες Περιφέρειες της Ρωσίας», σημειώνοντας ωστόσο ότι «οι εργασίες για την υπέρβαση των αντιφάσεων και των προβλημάτων στις σχέσεις μεταξύ της Μόσχας και της Ουάσιγκτον δεν έχουν σε γενικές γραμμές καν αρχίσει ακόμη».
«Είναι πολύ νωρίς για να βγάλουμε μακρόπνοα συμπεράσματα», είπε ο κ. Λαβρόφ, τονίζοντας ότι «ο ίδιος ο οικοδεσπότης του Λευκού Οίκου έχει παραδεχθεί ότι μία από τις βασικές αιτίες της σύγκρουσης ήταν η επέκταση του ΝΑΤΟ και οι προσπάθειες να παρασυρθεί η Ουκρανία σε αυτό».
«Ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο μιλάει για την πολυπολικότητα του σύγχρονου κόσμου και την ανάγκη σεβασμού των συμφερόντων όλων των κρατών – μικρών και μεγάλων. Στον ΟΗΕ, για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια, οι διπλωμάτες των ΗΠΑ ψήφισαν μαζί με τη Ρωσία και τους ομοϊδεάτες μας συναδέλφους κατά του απεχθούς ψηφίσματος της Γενικής Συνέλευσης που προωθήθηκε από το Κίεβο και τους προστάτες του από την Ευρωπαϊκή Ένωση», σχολίασε ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών.
Επανέλαβε ότι η Ρωσία είναι έτοιμη για διαπραγματεύσεις, «ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να διασφαλιστούν τα εθνικά μας συμφέροντα», πράγμα, που κατά τη Μόσχα σημαίνει ότι «οι βαθύτερες αιτίες της σύγκρουσης στην Ουκρανία πρέπει να εξαλειφθούν», γι’ αυτό και αυτό ήταν ένα από τα κεντρικά θέματα, που ο Πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν έθεσε στον Αμερικανό ομόλογό του κατά την τηλεφωνική τους συνομιλία στις 12 Φεβρουαρίου.
«Πρώτα απ’ όλα, μιλάμε για την ανάγκη να εξαλειφθούν οι απειλές για την ασφάλεια της Ρωσίας από την ουκρανική και γενικότερα τη δυτική κατεύθυνση, οι οποίες έχουν προκύψει ως αποτέλεσμα της επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, καθώς και για την ανάγκη να σταματήσει η πρακτική που έχει υιοθετήσει το καθεστώς του Κιέβου να εξοντώνει ό,τι συνδέεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τη Ρωσία και τον ρωσικό κόσμο – τη ρωσική γλώσσα, τον πολιτισμό, την κανονική Ορθοδοξία, τα ρωσόφωνα μέσα ενημέρωσης», επεσήμανε.
Αναφερόμενος στην προοπτική συμβίωσης και συνεργασίας της Ρωσίας με τη Δύση ο κ. Λαβρόφ σημείωσε ότι το «κεντρικό μάθημα» από τις έως τώρα εξελίξεις είναι ότι «στα κύρια ζητήματα της ζωής της χώρας, πρέπει να βασιζόμαστε μόνο στον εαυτό μας, καθώς και στους αποδεδειγμένους φίλους που έμειναν μαζί μας την ώρα των αντιξοοτήτων», ενώ «όσον αφορά τη συνύπαρξη με τους δυτικούς γείτονές μας, πολλά θα εξαρτηθούν από τη συμπεριφορά τους, την ετοιμότητα να παραδεχτούν και να διορθώσουν τα λάθη που έκαναν, συμπεριλαμβανομένης της άρνησης να εγκαταλείψουν τη μανιακή επιθυμία να προκαλέσουν στρατηγική ήττα στη χώρα μας».
Όπως υποστήριξε ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών «η συλλογική Δύση αποκάλυψε το πραγματικό της πρόσωπο» τα τελευταία χρόνια, καθώς «το περιβόητο κράτος δικαίου και οι στοιχειώδεις κανόνες αξιοπρέπειας απορρίφθηκαν».
Σύμφωνα πάντοτε με τον ίδιο, «οι λεγόμενες ευρωπαϊκές αξίες – το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, το τεκμήριο της αθωότητας, η ελευθερία του λόγου και της μετακίνησης, η πρόσβαση στην πληροφόρηση και άλλες – διαλύθηκαν σαν καπνός», ενώ όσοι «συνήθιζαν να διδάσκουν σε όλους πώς να ζουν, αυτοανακηρύσσονταν δημοκράτες και υπέρμαχοι των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υποστήριξαν το νεοναζιστικό καθεστώς στο Κίεβο χωρίς καν να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα».
Κατά τον ισχυρισμό του κ. Λαβρόφ «οι υπερφιλελεύθερες κυρίαρχες ελίτ της Δύσης καθοδηγούνται από ηγεμονικά ένστικτα», συνεχίζοντας τις «ληστρικές, αποικιοκρατικές συνήθειες των πρώην μητροπόλεων των σημερινών χωρών της ΕΕ και της Βρετανίας», γι’ αυτό και «ένα νέο παγκόσμιο “χάσμα” έχει εκ των πραγμάτων αναδυθεί: από τη μία πλευρά βρίσκεται η δυτική μειονότητα και από την άλλη η παγκόσμια πλειοψηφία».
Σχετικά με την λεγόμενη εξομάλυνση των ρωσοαμερικανικών σχέσεων, έκανε λόγο για «βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση» από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση, σημειώνοντας την ίδια στιγμή ότι «είναι πρόωρο να εξαχθούν βαθιά συμπεράσματα σε αυτή τη βάση». «Σε γενικές γραμμές, δεν έχουμε καν αρχίσει να εργαζόμαστε για να ξεπεράσουμε τα συσσωρευμένα προβλήματα και τις αντιφάσεις στις σχέσεις μας με τους Αμερικανούς», είπε.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ η τηλεφωνική συνομιλία των Προέδρων των δύο χωρών στις 12 Φεβρουαρίου ήταν μέχρι στιγμής η μόνη μεταξύ των Ντόναλντ Τραμπ και Βλαντίμιρ Πούτιν μετά την ορκωμοσία του πρώτου.
Εν συνεχεία ως γνωστόν δύο υψηλόβαθμες αντιπροσωπείες της Ρωσίας και των ΗΠΑ συναντήθηκαν στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας στις 18 Φεβρουαρίου, ενώ στις 27 του μηνός, Ρώσοι και Αμερικανοί διπλωμάτες και εμπειρογνώμονες συζήτησαν τα προβλήματα στις διμερείς διπλωματικές σχέσεις στην κατοικία του Αμερικανού Γενικού Προξένου στην Κωνσταντινούπολη, συμφωνώντας ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον άλλη μία παρόμοια συνάντηση μετά και τις δύο «τεχνικού χαρακτήρα», που είχαν προηγηθεί.
Όπως μεταδίδει το αμερικανικό πρακτορείο ειδήσεων Bloomberg, o Aμερικανός ειδικός προεδρικός απεσταλμένος για το Μεσανατολικό Στίβεν Ουίτκοφ, ο οποίος έχει αναλάβει ειδικό ρόλο στις συνομιλίες του Λευκού Οίκου με τη Μόσχα, έχει ζητήσει ακρόαση από τον Πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν μεθαύριο Πέμπτη 13 Μαρτίου.
Κατά τα λεγόμενά του είχε συνομιλήσει με τον Ρώσο Πρόεδρο επί τρίωρο κατά την προηγούμενη επίσκεψή του στη Μόσχα με σκοπό να παραλάβει και να μεταφέρει στις ΗΠΑ τον κρατούμενο στη Ρωσία πρώην συνεργάτης της Πρεσβείας των ΗΠΑ στη Μόσχα Μαρκ Φόγκελ.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο Τύπου του Κρεμλίνου, σε συνέχεια με τις σημερινές αμερικανο-ουκρανικές συνομιλίες στη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας, «με κάποιο τρόπο η αμερικανική πλευρά, η οποία αναζητεί οδούς εξόδου σε μια ειρηνική διευθέτηση, θα μας ενημερώσει, έγκαιρα θα σας ανακοινώσουμε πώς θα γίνει αυτό».