Ο Τουρκοκύπριος Ασίλ Ναδίρ, γνωστός για την αμφιλεγόμενη επιχειρηματική του πορεία, απεβίωσε σε ηλικία 83 ετών την Πέμπτη.
Ο Ναδίρ απέκτησε φήμη στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τη δεκαετία του 1980, όταν μετέτρεψε την εταιρεία υφασμάτων Polly Peck σε μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της εποχής, προτού βρεθεί στο επίκεντρο οικονομικού σκανδάλου που οδήγησε στην καταδίκη του. Παράλληλα, διατηρούσε μια ισχυρή παρουσία στα μέσα ενημέρωσης στα κατεχόμενα μέχρι το 2022.
Η διαδρομή του στο επιχειρείν
Γεννήθηκε το 1941 στη Λεύκα και μετανάστευσε στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1960, όταν η οικογενειακή επιχείρηση επεκτάθηκε στο Λονδίνο. Ξεκίνησε σπουδές οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, αλλά δεν τις ολοκλήρωσε, καθώς επέστρεψε στην Κύπρο για να ιδρύσει τη δική του επιχείρηση. Μετά την τουρκική εισβολή, ανέλαβε τη λειτουργία εργοστασίου ενδυμάτων στη Λευκωσία, το οποίο προηγουμένως ανήκε σε Ελληνοκύπριους.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 αγόρασε την Polly Peck και ανέλαβε τη διοίκησή της το 1980. Υπό την ηγεσία του, η εταιρεία εξελίχθηκε σε βασικό όχημα των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων, με επενδύσεις σε συσκευασία φρούτων, παραγωγή χαρτονιού, ηλεκτρονικά είδη και ξενοδοχεία. Ανάμεσα στις εξαγορές του περιλαμβανόταν το 82% της τουρκικής Vestel Electronics, εταιρεία γνωστή για την παραγωγή έγχρωμων τηλεοράσεων, βίντεο Betamax, κλιματιστικών, ηχοσυστημάτων, φούρνων μικροκυμάτων και πλυντηρίων.
Στην ακμή της, η Polly Peck είχε χρηματιστηριακή αξία 1,7 δισεκατομμυρίων λιρών, καταγράφοντας προ φόρων κέρδη άνω των 161 εκατομμυρίων λιρών, καθαρή περιουσία 845 εκατομμυρίων λιρών και περισσότερους από 17.000 εργαζομένους. Η εταιρεία και οι θυγατρικές της απασχολούσαν περισσότερους από 7.500 εργαζομένους στα κατεχόμενα, καθιστώντας την τον μεγαλύτερο εργοδότη μετά το ψευδοκράτος. Το 1990, ο Ναδίρ κατατάχθηκε 36ος στη λίστα των πλουσιότερων του Sunday Times και υπήρξε σημαντικός δωρητής του βρετανικού Συντηρητικού Κόμματος.
Η φυλακή και η επιστροφή στα κατεχόμενα με τιμές «ήρωα»
Το 1990, μία έφοδος του Γραφείου Σοβαρών Απατών του Ηνωμένου Βασιλείου στην εταιρεία που διαχειριζόταν τα οικονομικά της οικογένειάς του προκάλεσε κρίση στις μετοχές της Polly Peck. Οι φήμες για χειραγώγηση της μετοχής εντάθηκαν, οδηγώντας την εταιρεία σε εκκαθάριση με χρέη 1,3 δισεκατομμυρίων λιρών.
Ο Ναδίρ κατηγορήθηκε για 66 υποθέσεις ψευδών λογιστικών στοιχείων και κλοπής, αρνήθηκε τις κατηγορίες και αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση 3,5 εκατομμυρίων λιρών. Το 1993, εκμεταλλευόμενος την έλλειψη επιτήρησης, εγκατέλειψε τη χώρα με μικρό αεροσκάφος και επέστρεψε στα κατεχόμενα, όπου δεν μπορούσε να εκδοθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Παρέμεινε στα κατεχόμενα μέχρι το 2010, όταν αποφάσισε να επιστρέψει στο Ηνωμένο Βασίλειο για να δικαστεί. Η δίκη του ξεκίνησε το 2012, λόγω της πολυπλοκότητας των υποθέσεων. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους κρίθηκε ένοχος για δέκα κατηγορίες κλοπής σχεδόν 29 εκατομμυρίων λιρών και καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκιση.
Το 2016, μετά από τέσσερα χρόνια στη φυλακή, μεταφέρθηκε στην Τουρκία στο πλαίσιο συμφωνίας ανταλλαγής κρατουμένων. Εκεί παρέμεινε μία νύχτα σε φυλακή πριν επιστρέψει στα κατεχόμενα, όπου έτυχε υποδοχής «ήρωα» από τους υποστηρικτές του.
Το τελευταίο επιχειρηματικό του κεφάλαιο
Στα κατεχόμενα, ανέλαβε ξανά ενεργό ρόλο στη διαχείριση των μέσων ενημέρωσης, μαζί με τη σύζυγό του, Νουρ. Η τελευταία του επιχείρηση ήταν η προσπάθεια ανάκτησης των δικαιωμάτων διαχείρισης του αεροδρομίου στο κατεχόμενο Λευκόνοικο, η οποία απέτυχε όταν παραχωρήθηκε στον τουρκικό στρατό.
Το 2022, πούλησε το τελευταίο μέρος της επιχειρηματικής του αυτοκρατορίας έναντι 5 εκατομμυρίων δολαρίων σε εταιρεία που συνδέεται με τον Τούρκο επιχειρηματία Τζεμίλ Καζαντζί.
Ο Ασίλ Ναδίρ αφήνει πίσω του τη σύζυγό του και έξι παιδιά.