Ο Ντόναλντ Τραμπ, που σήμερα ετοιμάζεται να ορκιστεί ως πρόεδρος των ΗΠΑ, δεν έκρυψε ποτέ ότι δεν τον ενθουσιάζει το ΝΑΤΟ.
Κατά την πρώτη του θητεία το 2018 είχε απειλήσει, σε ιδιωτικές συζητήσεις, να αποσύρει τις ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ, παραπονούμενος ότι τα υπόλοιπα μέλη της στρατιωτικής συμμαχίας δεν συνεισέφεραν το μερίδιο που τους αναλογεί στις αμυντικές δαπάνες.
Το Κογκρέσο όμως είχε διαφορετική άποψη. Έκτοτε πρόσθεσε μια ειδική διάταξη στον νόμο περί εξουσιοδότησης σε ζητήματα εθνικής άμυνας του 2020, ο οποίος ορίζει τη χρηματοδότηση για τον αμερικανικό στρατό. Η ενότητα 1250A διευκρινίζει ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν μπορεί να αποσύρει μονομερώς την Αμερική από το ΝΑΤΟ χωρίς να υπάρξει νομοσχέδιο του Κογκρέσου. Εκτός κι αν συμφωνήσουν τα δύο τρίτα της Γερουσίας.
Με τον Τραμπ να επιστρέφει σήμερα στον Λευκό Οίκο γίνεται εύλογο το ερώτημα, «τι μέλλει γενέσθαι» με το ΝΑΤΟ. Ήδη, προτού αναλάβει επίσημα την εξουσία, ο Τραμπ έχει ζητήσει να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες των μελών του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ τους, κάτι που θεωρείται ουτοπικό από πολλούς.
Οι χώρες του ΝΑΤΟ δεσμεύτηκαν πριν από μια δεκαετία, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, να επενδύσουν τουλάχιστον το 2% του ΑΕΠ τους στις αμυντικές δαπάνες. Τότε, μόνο 6 χώρες πληρούσαν αυτόν τον όρο, ενώ σήμερα οι 23 από τις 32 τηρούν αυτήν τη δέσμευση.
«Γκρίζα» νομική ζώνη
Σε περίπτωση που ο Τραμπ θελήσει να υλοποιήσει την απειλή του περί αποχώρησης των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ στη δεύτερη θητεία του, οι επιπτώσεις θα ήταν παγκόσμιες και είναι δύσκολο να προβλεφθούν.
Το ζήτημα επίσης στο εσωτερικό της χώρας θα εμπίπτει σε μία «γκρίζα» νομική ζώνη που πιθανόν να διευθετηθεί δικαστικά, κάτι που θα ευνοούσε το Κογκρέσο, εξηγεί σε δημοσίευμά του το Business Insider. Το πρόβλημα είναι ότι ενώ το αμερικανικό Σύνταγμα διευκρινίζει ότι ο πρόεδρος έχει την εξουσία να διαπραγματεύεται συνθήκες, δεν αναφέρει εάν έχει την εξουσία να τις παραβεί.
Η εκτελεστική εξουσία χειρίζεται τα περισσότερα θέματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας, όπως η διαπραγμάτευση συνθηκών, αν και το Κογκρέσο ασκεί σημαντική επιρροή μέσω των αμυντικών προϋπολογισμών, επικυρώνοντας συνθήκες και εγκρίνοντας τις πωλήσεις όπλων. Οι εξουσίες μεταξύ της εκτελεστικής και της νομοθετικής οριοθετούνται αρκετά ξεκάθαρα ώστε, ως επί το πλείστον, το σύστημα να λειτουργεί καλά.
Όταν όμως η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία δεν μπορούν να συμφωνήσουν, παρεμβαίνει η δικαιοσύνη. Ωστόσο, από όλα τα πολλά ζητήματα που καταλήγουν στα αμερικανικά δικαστήρια, η εξωτερική πολιτική είναι ο τομέας που οι δικαστές είναι πιο απρόθυμοι να «αγγίξουν». Σε περίπτωση αποχώρησης από το ΝΑΤΟ, θα αναζητηθούν νομικά προηγούμενα σε έναν τομέα που δεν υπάρχουν.
Ο Λευκός Οίκος έχει υποστηρίξει ότι μπορεί να αποσυρθεί από τις εκάστοτε συνθήκες εφόσον δεν διαφωνεί το Κογκρέσο, όπως όταν η κυβέρνηση Κάρτερ αποσύρθηκε από τη συνθήκη αμοιβαίας άμυνας με την Ταϊβάν, κατά της οποίας προσέφυγαν τελικά στη δικαιοσύνη ο γερουσιαστής Μπάρι Γκόλντγουοτερ και άλλα μέλη του Κογκρέσου.
Το 2020, στο τέλος της πρώτης θητείας του Τραμπ, το Υπουργείο Δικαιοσύνης δημοσίευσε την άποψη ότι η ισχυριζόμενη απόσυρση από τη συνθήκη είναι αποκλειστική εξουσία του προέδρου που το Κογκρέσο δεν μπορεί να περιορίσει. Και το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εκτελεστική εξουσία έχει την δυνατότητα να αναγνωρίζει ξένες κυβερνήσεις, παρόλο που αυτή η εξουσία δεν προσδιορίζεται στο αμερικανικό Σύνταγμα. Παρόλα αυτά, προηγούμενες υποθέσεις υποδηλώνουν ότι τα δικαστήρια ενδέχεται να απορρίψουν αυτό το επιχείρημα.
«Τα δικαστήρια αξιολογούν τις προεδρικές αξιώσεις εξουσίας με βάση αυτά που το Κογκρέσο έχει, ή δεν έχει πει, για ένα θέμα», εξηγεί η Karen Sokol, δικηγόρος της Υπηρεσίας Ερευνών του Κογκρέσου, η οποία αναλύει ζητήματα για το Κογκρέσο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Κογκρέσο έχει εκφράσει την πρόθεσή του να παραμείνουν οι ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, περνώντας το Άρθρο 1250A.
Αχαρτογράφητα νερά
Η Sokol εκτιμάει επίσης ότι η δικαιοσύνη ενδέχεται να απορρίψει τον ισχυρισμό της κυβέρνησης Τραμπ ότι η εκτελεστική εξουσία μόνη της μπορεί να αποφασίσει να αποχωρήσουν οι ΗΠΑ από συνθήκες που ισχύουν. «Ένα δικαστήριο μπορεί να θεωρήσει ότι ο ισχυρισμός ενός Προέδρου περί αποκλειστικής συνταγματικής εξουσίας να αποχωρήσει από μια συνθήκη δεν είναι πειστικός, δεδομένου ότι το Σύνταγμα δεν υπάρχει αναφορά σχετικά με τις εξουσίες απόσυρσης των συνθηκών και ότι το άρθρο II καθιστά την είσοδο στη Συνθήκη κοινή εξουσία μεταξύ του Προέδρου και της Γερουσίας».
Είτε έτσι είτε αλλιώς, η απάντηση στο ερώτημα εάν ο Τραμπ έχει τη δύναμη να αποσυρθεί από το ΝΑΤΟ σημαίνει ότι εισερχόμαστε σε αχαρτογράφητα νομικά ύδατα. «Τελικά, είναι αβέβαιο πώς ένα δικαστήριο θα αποφανθεί για τη συνταγματική κατανομή της εξουσίας απόσυρσης των συνθηκών με βάση την ανάλυση του κειμένου και της δομής του Συντάγματος, το σχετικό προηγούμενο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την ιστορική διεπαγγελματική πρακτική», κατέληξε η Σοκόλ.
Σε κάθε περίπτωση πάντως ο Τραμπ θα μπορούσε να υπονομεύσει το ΝΑΤΟ χωρίς να χρειαστεί να αποχωρήσει επίσημα από τη συμμαχία. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Αποφασίζοντας να περιορίσει τη συνεισφορά της Αμερικής επιλέγοντας να μειώσει τη συμμετοχή των ΗΠΑ στις ασκήσεις του ΝΑΤΟ ή τον περιορισμό των Αμερικανών αξιωματικών που υπηρετούν ως διοικητές του ΝΑΤΟ.
Πηγή: Ναυτεμπορική