Βρισκόμαστε μια ανάσα από τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά και όλων η προσοχή εστιάζεται στο κόστος που θα έχει φέτος το γιορτινό τραπέζι. Λόγω των όσων προηγήθηκαν το προηγούμενο διάστημα με την άνοδο του πληθωρισμού και την ακρίβεια στην αγορά, το κοινό είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο με τις τιμές των διαφόρων προϊόντων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε ενώπιον μας, φέτος το γιορτινό τραπέζι θα είναι ελαφρώς πιο ακριβό από πέρσι. Και αυτό παρά το ότι ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει λίγο πάνω από το 2% και το Παρατηρητήριο Τιμών του Υπουργείου Εμπορίου διαπίστωσε τον Νοέμβριο ότι αυξήσεις τιμών σημειώθηκαν μόνο σε 6 κατηγορίες προϊόντων, ενώ σε άλλες 39 σημειώθηκε πτώση τιμών.
Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι κάθε χρόνο τη γιορτινή περίοδο αυξάνεται η ζήτηση, ειδικά των τροφίμων και των ποτών, είναι αναμενόμενη μια ανατίμηση στα προϊόντα που περιλαμβάνονται στο γιορτινό τραπέζι.
Δυστυχώς, οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν έχουν ακόμα έτοιμη και την πολυσυζητημένη πλατφόρμα του e-kalathi που λογικά θα βοηθούσε τους καταναλωτές να συγκρίνουν τιμές και να κινηθούν σε πιο οικονομικές λύσεις τις γιορτές.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, αναμένονται και φέτος αντιδράσεις από τους καταναλωτές, ειδικά όσοι είναι στην κατηγορία των χαμηλών εισοδημάτων (συνταξιούχοι, νέα ζευγάρια, κλπ).
Κατά τη γνώμη μας, το πρόβλημα με την ακρίβεια των καταναλωτικών προϊόντων στην αγορά, όχι μόνο τώρα τις γιορτές, αλλά διαχρονικά, δεν μπορεί να επιλυθεί με τις λύσεις που επεξεργαζόμαστε και συζητούμε. Μπορεί οι λύσεις αυτές να βοηθήσουν, αλλά δεν θα μειώσουν αισθητά τις τιμές.
Χρειάζεται μια ευρύτερη παρέμβαση στους παράγοντες που προκαλούν αύξηση στις τιμές των καταναλωτικών προϊόντων. Και η παρέμβαση αυτή έχει να κάνει με το κόστος παραγωγής των εγχώριων προϊόντων, το κόστος εισαγωγής για τα εισαγόμενα προϊόντα, το κόστος εμπορίας των προϊόντων και το κόστος των μεσαζόντων που διαχειρίζονται τα προϊόντα.
Όλες αυτές τις πτυχές ουδέποτε τις είδαμε σοβαρά, για να προσπαθήσουμε να επιφέρουμε τις αναγκαίες διορθώσεις. Αντίθετα, πάντα ασχολούμαστε με την τελική τιμή καταναλωτή ή με τη μερική ενίσχυση των εισοδημάτων των νοικοκυριών. Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι αυτό, αλλά η διαμόρφωση του κόστους κατά τη διαδρομή των προϊόντων από τους παραγωγούς ή τους εισαγωγείς μέχρι το ράφι των υπεραγορών.
Μέσα σ’ αυτή τη δαιδαλώδη διαδρομή ωθείται το κόστος των προϊόντων προς τα πάνω και στο τέλος οι έμποροι λένε: «Dεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε με τις τιμές».
Το Υπουργείο Εμπορίου, λοιπόν, εκτός από τις άλλες ενέργειες του, καλά κάνει να εξετάσει και αυτή την πτυχή, δηλαδή του πως διαμορφώνεται η τιμή ενός προϊόντος από την παραγωγή μέχρι την κατανάλωση. Μια τέτοια έρευνα, είμαστε σίγουροι ότι θα αποδείκνυε ότι το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης στις τιμές των προϊόντων οφείλεται (εκτός των αντικειμενικών λόγων που αφορούν τις καιρικές συνθήκες, τη ζήτηση, κλπ) στα ποσά που χρεώνουν οι μεσάζοντες, οι οποίοι εμπορεύονται τα προϊόντα. Αυτοί, φαίνεται να παίρνουν τη μερίδα του λέοντος από τους παραγωγούς.
Αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στην Κύπρο. Σε όλες τις χώρες οι έμποροι-μεσίτες έχουν τον πρώτο λόγο στη διαμόρφωση των τελικών τιμών. Όμως, στις άλλες χώρες υπάρχουν αυστηροί έλεγχοι σ’ αυτή τη διαδικασία.
Για να δούμε, λοιπόν, ουσιαστική μείωση στις τιμές των καταναλωτικών προϊόντων, οφείλουμε εκτός από το κόστος του παραγωγού και το κόστος των λιανεμπόρων να συγκρατήσουμε και τα κόστη εμπορίας καταναλωτικών προϊόντων. Αν καταφέρουμε και μειώσουμε το κόστος εμπορίας, τότε και οι παραγωγοί θα αμείβονται ικανοποιητικά και οι καταναλωτές θα απολαμβάνουν χαμηλότερες τιμές. Και αυτός θα πρέπει να είναι ο στόχος μας.
ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦ