Kυβέρνησε για ένα τέταρτο του αιώνα τη Συρία με σιδηρά πυγμή, πνίγοντας στο αίμα μια εξέγερση η οποία μετατράπηκε σε εμφύλιο, έναν από τους πλέον αιματηρούς του 21ου αιώνα.
Ο Μπασαρ Αλ Ασαντ, ένας οφθαλμίατρος που τίποτα δεν φαινόταν να τον προορίζει για τα πιο υψηλά καθήκοντα, έφθασε στην κορυφή της κρατικής εξουσίας σε ηλικία 34 ετών, το 2000, με το θάνατο του πατέρα του, του Χαφέζ αλ-Άσαντ, τον οποίο διαδέχθηκε.
Το 2011 βρέθηκε αντιμέτωπος με την Αραβική Άνοιξη στην ίδια του τη χώρα, μια σειρά διαδηλώσεων υπέρ της δημοκρατίας που σύντομα πνίγηκαν στο αίμα και μετατράπηκαν σε εμφύλιο πόλεμο με τη συμμετοχή διαφόρων τζιχαντιστικών δυνάμεων, μεταξύ των οποίων και το ISIS.
Κατάφερε να παραμείνει στην εξουσία με τη μαζική υποστήριξη της Ρωσίας, του Ιράν και της λιβανικής Χεζμπολάχ. Αλαουίτης ο ίδιος, εμφανίσθηκε ως ο προστάτης των μειονοτήτων της Συρίας και μοναδική έπαλξη εναντίον του εξτρεμισμού και του χάους.
Καλοραμμένα κοστούμια και στρατιωτική γραβάτα
Φροντίζοντας την εμφάνισή του, προτιμά ως ηγέτης τα καλοραμένα κοστούμια και μια σκούρα γραβάτα από τη στρατιωτική στολή. Όμως κάτω από ένα χαμηλών τόνων και σχεδόν ντροπαλό παρουσιαστικό, επιδεικνύει μια βούληση να διατηρήσει την εξουσία πάση θυσία.
Ένας δημοσιογράφος που συνάντησε τον Μπασάρ αλ-Άσαντ σε πολλές ευκαιρίες πριν και μετά την έναρξη της εξέγερσης στη Συρία το 2011, περιγράφει μια «μοναδική και περίπλοκη προσωπικότητα».
«Κάθε φορά που τον συναντούσα, ήταν ήρεμος, ακόμα και στις πιο κρίσιμες και δύσκολες στιγμές του πολέμου», λέει ο δημοσιογράφος αυτός που ζήτησε να μην κατονομασθεί.
«Είναι ακριβώς τα χαρακτηριστικά του πατέρα του», του Χαφέζ αλ-Άσαντ, ο οποίος κυβέρνησε τη Συρία επί 30 χρόνια με σιδηρά πυγμή, προσθέτει. Ο Μπασάρ αλ-Άσαντ «κατάφερε να γίνει απαραίτητος. Στην πολιτική, είναι σημαντικό να ξέρεις πώς να μοιράζεις τα χαρτιά και κατάφερε να ελέγξει το παιγνίδι».
Το παρανοϊκό καθεστώς του πατρός
Επικεφαλής του κόμματος Μπάαθ, ο Χαφέζ αλ-Άσαντ είχε επιβάλει στη Συρία ένα απολυταρχικό και παρανοϊκό καθεστώς, όπου η παραμικρότερη υποψία διαφωνίας μπορούσε να στείλει κάποιον στη φυλακή.
Γεννημένος στις 11 Σεπτεμβρίου 1965, ο Μπασάρ, δευτερότοκος γιος του Χαφέζ αλ-Άσαντ, δεν προοριζόταν να γίνει πρόεδρος, όμως η ζωή του άλλαξε ριζικά όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Μπασέλ, ο οποίος επρόκειτο να διαδεχθεί τον πατέρα του, σκοτώθηκε σε τροχαίο το 1994.
Τότε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές του στο Λονδίνο, όπου συνάντησε τη σύζυγό του, την Άσμα, μια Συροβρετανή σουνιτικού θρησκεύματος, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά.
Επονομασθείσα «το Ρόδο της Ερήμου» από το περιοδικό Vogue πριν από την εξέγερση, η σύζυγός του θα συγκριθεί στη συνέχεια με τη Μαρία-Αντουανέτα.
Η διαδοχή
Μετά το θάνατο του πατέρα του το 2000, ο Μπασάρ γίνεται πρόεδρος με δημοψήφισμα, χωρίς αντίπαλο.
Στην ορκωμοσία του σε ηλικία 34 ετών ενσαρκώνει για πολλούς Σύρους, που ζητούσαν περισσότερες ελευθερίες, την εικόνα ενός μεταρρυθμιστή, ο οποίος θα μπορούσε να βάλει τέλος σε χρόνια καταπίεσης και να εγκαθιδρύσει μια πιο φιλελεύθερη οικονομία σ’ αυτή τη χώρα όπου ο κρατικός έλεγχος ήταν ασφυκτικός.
Στην αρχή της προεδρίας του, ο Άσαντ εμφανιζόταν δημόσια στο τιμόνι του αυτοκινήτου του ή δειπνώντας σε εστιατόρια τετ-α-τετ με τη σύζυγό του. Χαλάρωσε επίσης μερικούς από τους περιορισμούς που είχε επιβάλει ο πατέρας του.
Όμως η εικόνα του μεταρρυθμιστή διαλύθηκε πολύ γρήγορα, με τις συλλήψεις και τις φυλακίσεις διανοουμένων, εκαπιδευτικών ή άλλων μελών του μεταρρυθμιστικού κινήματος, έπειτα από μια σύντομη «Άνοιξη της Δαμασκού».
Όταν η Αραβική Άνοιξη έφθασε στη Συρία το Μάρτιο του 2011, ειρηνικές διαδηλώσεις καλούσαν για αλλαγή.
Ο Άσαντ, ο οποίος είναι επίσης αρχηγός του στρατού, διεξάγει τότε μια βίαιη καταστολή, την οποία ακολούθησε γρήγορα ένας εμφύλιος πόλεμος.
Πάνω από 500.000 νεκροί
Στη διάρκεια του πολέμου, που στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 500.000 ανθρώπους και προκάλεσε τον εκτοπισμό του μισού πληθυσμού, ο Άσαντ παρέμεινε πάντα σταθερός στις θέσεις του.
Χάρη στην υποστήριξη των ιρανών και ρώσων αναδόχων του, κατάφερε να ανακτήσει τα δύο τρίτα του εδάφους. Κατάφερε επίσης «να μονοπωλήσει τη λήψη αποφάσεων και να έχει την πλήρη υποστήριξη του στρατού», εξηγεί ένας ερευνητής στη Δαμασκό.
Ακόμα και στην κορύφωση του εμφυλίου πολέμου, παραμένει αμετακίνητος, πεπεισμένος για την ικανότητά του να συντρίψει μια εξέγερση, την οποία κατήγγειλε ως «τρομοκρατική» και προϊόν «μιας συνωμοσίας» που εξυφάνθηκε από εχθρικές χώρες για να τον ανατρέψουν.
Ανάμεσα στα πιο ισχυρά σύμβολα της πτώσης της Δαμασκού είναι η απελευθέρωση της ζοφερής φυλακής Σεντάγια, όπου είχαν φυλακισθεί, βασανισθεί και δολοφονηθεί χιλιάδες αντίπαλοι της της δυναστείας.
Εγκαταλελειμμένος από τους ρώσους και τους ιρανούς συμμάχους του, που ήταν και οι ίδιοι πολύ εξασθενημένοι, αναγκάσθηκε ωστόσο, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, να διαφύγει σήμερα από τη χώρα, ένδεκα ημέρες αφότου εξαπολύθηκε, στις 27 Νοεμβρίου, μια επίθεση – αστραπή από τους αντάρτες, στην οποία οι δυνάμεις του δεν έφεραν σχεδόν καμιά αντίσταση.