Το κοινοβούλιο της Γαλλίας είχε άλλα σχέδια. Και η οικονομική καταιγίδα που εν μέρει ευθύνεται για την πολιτική κρίση στη χώρα και «έπνιξε» την κυβέρνηση Μπαρνιέ, δεν θα κοπάσει σύντομα. Αντιθέτως αναμένεται να συνεχιστεί με ακόμη μεγαλύτερη ένταση.
Για πρώτη φορά εδώ και 62 η Εθνοσυνέλευση ενέκρινε πρόταση μομφής, που υποβλήθηκε από την άκρα αριστερά και υποστηρίχθηκε από την άκρα δεξιά, υπό την ηγεσία της Μαρίν Λεπέν.
Ο πρωθυπουργός δεν διέθετε πλειοψηφία στο κοινοβούλιο και ηγούνταν κυβέρνησης συνασπισμού που αποτελούνταν από το κόμμα Αναγέννηση του Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και τους συντηρητικούς Ρεπουμπλικάνους, μετά τις εκλογές του Ιουλίου, οι οποίες ήταν ένα στοίχημα υψηλού ρίσκου, που ο Γάλλος πρόεδρος έχασε. Η Εθνική Συσπείρωση της Λεπέν ήρθε πρώτη σε ψήφους και το Λαϊκό Μέτωπο του Μελανσόν πρώτο σε έδρες.
Η υποβόσκουσα αδυναμία της γαλλικής οικονομίας
Η τελευταία κρίση έρχεται σε μια περίοδο που ορισμένοι οικονομικοί δείκτες είναι σχετικά σταθεροί. Το ΑΕΠ της Γαλλίας προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,1% φέτος, ενώ το ΑΕΠ της Γερμανίας αναμένεται να μειωθεί κατά 0,2%. Η ανεργία βρίσκεται στο 7,4%, που είναι σχετικά χαμηλή για τη Γαλλία. Ο πληθωρισμός έχει μειωθεί περίπου στο 2% από το 5% πριν από λίγα χρόνια.
Ωστόσο όπως επισημαίνει στην Deutsche Welle ο Ντενί Φεράν, επικεφαλής του ινστιτούτου οικονομικών ερευνών Rexecode με έδρα το Παρίσι, αυτοί οι σχετικά καλοί δείκτες δεν μπορούν να κρύψουν ότι η γαλλική οικονομία έχει αποδυναμωθεί τα τελευταία χρόνια.«Οι γαλλικές και ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν γίνει λιγότερο ανταγωνιστικές σε σχέση με τις κινεζικές, καθώς τα κόστη παραγωγής μας έχουν αυξηθεί κατά 25% από το 2019. Στην Κίνα, την ίδια περίοδο, αυξήθηκαν μόλις κατά 3%», εξηγεί.
Ο Φεράν αποδίδει αυτό το γεγονός σε χρόνια υψηλού πληθωρισμού, αυξανόμενα επιτόκια και εκτοξευόμενες τιμές ενέργειας, ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Οι γαλλικές επιχειρήσεις έχουν παγώσει τις επενδύσεις τους και ακυρώνουν σχέδια.
«Διεξάγουμε τριμηνιαία έρευνα ανάμεσα σε 1.000 γαλλικές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά τους όσον αφορά τις επενδύσεις. Τον Οκτώβριο, μόλις το 36% σχεδίαζε να διατηρήσει τις επενδύσεις του, το 45% δήλωσε ότι θα τις αναβάλει, ενώ το 18% σχεδίαζε να τις ακυρώσει,» σημείωσε ο Φεράν. «Αυτή η τάση άρχισε να εμφανίζεται στην αρχή του έτους, αλλά έγινε πολύ έντονη μετά τις πρόωρες κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιουλίου,» πρόσθεσε.
Μια έρευνα στα μέσα Νοεμβρίου από τη βρετανική εταιρεία συμβούλων Ernest & Young (EY), μεταξύ 200 διεθνών επικεφαλής επιχειρήσεων, έδειξε παρόμοια αποτελέσματα: περίπου οι μισοί από τους ερωτηθέντες είχαν μειώσει ή αναβάλει τα επενδυτικά τους σχέδια. Η Γαλλία παραμένει στην κορυφή της έρευνας επενδυτικής ελκυστικότητας της EY στην Ευρώπη από το 2019.
Μνήμες από το 2008 ξυπνούν οι πτωχεύσεις
Ο Φιλίπ Ντρουόν, δικηγόρος ειδικός στις πτωχεύσεις και την αναδιάρθρωση στο γραφείο Hogan Lovells με έδρα το Παρίσι, επιβεβαιώνει ότι οι επενδυτές είναι επιφυλακτικοί. «Είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν αγοραστές για εταιρείες που βρίσκονται σε καθεστώς διαχείρισης. Διαχειρίζομαι αυτή τη στιγμή 60 τέτοιες υποθέσεις, που είναι πολλές,» δήλωσε στο DW, προσθέτοντας ότι ο αριθμός των πτωχεύσεων είναι εξίσου υψηλός με αυτόν κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Περίπου 65.000 εταιρείες αναμένεται να καταθέσουν αίτηση αφερεγγυότητας φέτος, σε σύγκριση με 56.000 πέρυσι. Ο Ντρουόν θεωρεί ότι η αύξηση αυτή οφείλεται εν μέρει στα βάρη των χρεών και εν μέρει σε διαρθρωτικούς παράγοντες.
«Πολλές εταιρείες πρέπει τώρα να αποπληρώσουν τα δάνεια που τους χορήγησε η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της επιδημίας COVID-19, αλλά υπάρχουν και διαρθρωτικοί λόγοι, όπως η μετάβαση στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και η μειωμένη ζήτηση για επαγγελματικούς χώρους, καθώς πολλοί εργαζόμενοι επιλέγουν πλέον να εργάζονται από το σπίτι,» εξήγησε.
«Επιπλέον, τα επιτόκια στις κεφαλαιαγορές παραμένουν σχετικά υψηλά, γεγονός που καθιστά λιγότερο ελκυστικές τις επενδύσεις σε εταιρείες,» πρόσθεσε.
Κίνδυνος κρίσης χρέους
Η Αν Σοφί Αλσίφ, επικεφαλής οικονομολόγος στη συμβουλευτική εταιρεία BDO με έδρα το Παρίσι, θεωρεί ότι αυτοί οι παράγοντες από μόνοι τους δεν θα ήγειραν τον κίνδυνο κρίσης χρέους. Αυτό που συμβαίνει όμως στη Γαλλία είναι χειρότερο. Οι οικονομικές προκλήσεις τροφοδοτούν την πολιτική αναταραχή και η πολιτική αναταραχή οξύνει τα οικονομικά προβλήματα. Είναι ένας φαύλος κύκλος στον οποίο έχει παγιδευτεί η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης.
Αναλυτές σχολιάζουν πως μετά και την πτώση της κυβέρνησης Μπαρνιέ, που σηματοδοτεί μία περίοδο πολιτικής αβεβαιότητας αν όχι παράλυσης, η Γαλλία στέλνει στους επενδυτές το μήνυμα πως είναι απρόθυμη ή ανίκανη να εφαρμόσει ένα αξιόπιστο σχέδιο μείωσης του ελλείμματος. Εάν η όποια νέα κυβέρνηση συγκροτηθεί δεν περάσει άμεσα τον προϋπολογισμό, τότε θα επαναληφθούν το 2025 τα όσα προέβλεπε ο προϋπολογισμός του 2024, τα οποία και φούσκωσαν το έλλειμμα πάνω από το 6% του ΑΕΠ. Ο ΟΟΣΑ εν τω μεταξύ μόλις σήμερα κατέβασε τον πήχυ για την ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας την επόμενη χρονιά σε μόλις 0,7%.
Κάποιοι είναι λιγότεροι απαισιόδξοι. «Είναι υπερβολικό να λέμε ότι η Γαλλία βρίσκεται στο χείλος μιας οικονομικής κρίσης. Αυτό θα σήμαινε ότι η χώρα δεν θα μπορούσε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της, όπως η Ελλάδα το 2009, και οι αγορές δεν δείχνουν κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή,» τόνισε στη DW ο Κρίστοφερ Ντεμπίκ της Pictet Asset Management.
«Διαχειριστές αμερικανικών επενδυτικών κεφαλαίων μου λένε ότι έχουν ήδη συνυπολογίσει τον πολιτικό κίνδυνο της Γαλλίας στους υπολογισμούς τους, και η τρέχουσα διαφορά (spread) στα επιτόκια των 10ετών γαλλικών κρατικών ομολόγων σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά είναι 0,8 ποσοστιαίες μονάδες, κάτι που θεωρείται αποδεκτό,» εξήγησε. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά στα χρονικά η Γαλλία δανείζεται με ελαφρώς υψηλότερο επιτόκιο από την Ελλάδα. Και οι συγκρίσεις με την ελληνική οδύσσεια που άρχισε το 2010 έχουν ήδη αρχίσει.
Μία νέα Ελλάδα;
«Η Γαλλία θα μπορούσε να βρεθεί στο επίκεντρο μιας άλλης κρίσης χρέους της ευρωζώνης, επειδή η πολιτική της σκηνή φαίνεται να μην είναι σε θέση να δώσει σε καμία κυβέρνηση εντολή για μείωση του ελλείμματος», εξηγούσε σε χθεσινό της σημείωμα η Capital Economics. Η Εθνοσυνέλευση είναι χωρισμένη στα τρία και δεν υπάρχει συνδυασμός κομμάτων που θα είχαν την πλειοψηφία και θα υποστήριζαν τη μείωση του ελλείμματος.
Δύο από τις τρεις μεγάλες πολιτικές ομάδες συμμετείχαν στις τελευταίες εκλογές υποστηρίζοντας μια ουσιαστική χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής και την ανάκληση των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένης της μικρής αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης που εφαρμόστηκε το 2022. Επιπλέον, είναι πολύ πιθανό η επόμενη ηγεσία να είναι λιγότερο αφοσιωμένη στη συνεργασία με την ΕΕ.
Στο ερώτημα αν η Γαλλία είναι η νέα Ελλάδα για την Ευρωζώνη, η CE απαντά προς το παρόν όχι, χωρίς όμως να αποκλείει και την υλοποίηση ενός αρνητικού σεναρίου.
Πιστεύει ότι το spread των κρατικών ομολόγων της σε σχέση με τη Γερμανία και άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα αυξηθεί περαιτέρω.Και με την αναλογία του χρέους σε ανοδική τάση, η εκλογή μιας κυβέρνησης δεσμευμένης σε μη χρηματοδοτούμενες φορολογικές περικοπές ή αυξήσεις δαπανών θα μπορούσε να πυροδοτήσει μία ακόμη μεγαλύτερη απώλεια εμπιστοσύνης στα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας.
«Μια μεγάλη κρίση δημόσιου χρέους στη Γαλλία, με τα spreads στα γερμανικά ομόλογα να διευρύνονται σε 200 μονάδες βάσης ή περισσότερο και να μην δείχνουν σημάδια σταθεροποίησης, θα ήταν τέτοια απειλή για την ευρωζώνη, θα απαιτούσε ένα νέο “ό,τι χρειαστεί”», προειδοποιεί.
Πηγή: Ναυτεμπορική, Νατάσα Στασινού • [email protected]